Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Η λατρεία των κακών

Πάντοτε αγαπούσα τους κακούς.
Ήταν μια συνήθεια ακούσια.
Όπως ο ήλιος που βγαίνει πάντοτε απο την ανατολή.
Τόσο συνηθισμένη και βατή.




Και τους καλούς;
Τους καλούς ήξερα να τους εμπαίζω.
Και να στραγγίζω όλη τους την κακία, όση είχαν, αν είχαν.




Τους λάτρευα τους κακούς.
Γιατί είχαν ατέρμονη μαγεία.
Και γιατί δεν ήξερα.
Και η άγνοια ήτανε πάντοτε το αφροδισιακό μου.



Να αγαπήσω;
Να ερωτευτώ;
Τους ρώτησα. Ακόμα τους ρωτάω.




Και ακόμα μόνη μου είμαι...
Με τους κακούς πίσω και γύρω μου.



Νιώθω τόσο απίστευτα μόνη και παράλληλα ατέλειωτα περικυκλωμένη. Και το μυαλό μου είναι άδειο. Και απο καλούς. Και απο κακούς. Έφυγαν όλοι όπως ήρθαν.

Μα θα ξανάρθουν δεν ανησυχώ.
Και πάλι τους κακούς θα αγαπήσω, και με τους καλούς θα παίξω.
Είναι η ατέλειωτη μοίρα μου.
Να αγαπώ εκείνον που με πονά.
Μα δεν πονώ πλέον. Γιατί δεν αγαπώ. Γι αυτό απλώς αργοπεθαίνω.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Συμφωνία καρδιάς

Οι πιο μεγάλες ανησυχίες είναι αυτές που είναι αδύνατον να εκφραστούν με λέξεις γραμμένες και με λόγια ειπωμένα.
Είναι η δύναμη τους τόση που μπορούν να φανερωθούν μόνο με μουσική.
Κομμάτια με νότες χιλιοειπωμένες, και παρτιτούρες πεταμένες, παλιές...



Σ'αγαπώ και σου ταιριάζω.
Σ'αγαπώ και σου μοιάζω.
Σ'αγαπώ και σε τρομάζω.
Δεν αλλάζω. Σ'αγαπώ. Για να μαι ειλικρινής μόνο σ'αγαπάω.

Ίσως ο έρωτας μας να μην ήταν ποτέ μινουέτο, να μην είχε ποτέ του την ορμή να είναι κάτι εύθυμο, ζωηρό.
Να χάθηκε μέσα στη σιωπή της μεγάλης πάυσης_
Και μετά κενό.
Όταν οι νότες δεν φτάνουν και μένει μόνο η σιωπή, τότε κενό.

Για μένα όμως θα είσαι πάντα μια αποτζιατούρα στη συμφωνία της καρδιάς μου. Μια εύθυμη νότα, διακοσμητική.
Που ομορφαίνει. Μα δεν μου χρειάζεται___


Πρέπει να επιστρέψω στο αλλέγκρο.
Η ελλάσων συνήθεια με κούρασε και δεν ταιριάζει στη συμφωνία που συνθέτω χρόνια.
Το όργανο της καρδιάς μου σαν βαρεθεί να παίζει, θα χάσω.
Και θα χαθώ.
Δεν θέλω να ξεφύγω απο τη μουσική. Έτσι ζω__
Και για να είμαι ειλικρινής μόνο σ'αγαπάω.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Κλέφτης φιλιών!


Και μετά απο τόσο καιρό που πέρασε επιτέλους κατάλαβα τι είσαι! "Κλέφτης φιλιών". Και όσο κι αν αυτή η φράση ακούγεται μαγική εσύ δεν πρέπει να παρασύρεσαι....Δεν παύεις να είσαι κλέφτης, στιγνός εγκληματίας που χτυπάει τα θύματα του και μετά τα εγκαταλείπει να ψάχνουν στα απωλεσθέντα για τιμή, περηφάνεια και εγωισμό, και τα κλεμμένα τους φιλιά που δεν παίρνουν ποτέ τελικά πίσω...
Σήμερα που όλα μοιάζουν διαφορετικά, τόσο διαφορετικά που νιώθω πως σε λίγο θα πάρω φωτιά απο το μίσος-συγνώμη πάθος- μου για εσένα, σήμερα θέλω να σε κυνηγήσω για να σου βγάλω τη μάσκα και να μην κάνεις κακό σε άλλον, να μην κλέψεις φιλιά άλλης.
Όχι γιατί έκλεψες τα δικά μου και τα θέλω πίσω (δεν τα θέλω πια ξανά, δεν θα είναι ποτέ ακριβώς τα ίδια-κράτα τα εσύ ή πέταξε τα) γιατί δεν παύεις να είσαι ο κακός του παραμυθιού μου, ένα θεριό με μάσκα. Και ποτέ σου δεν την έβγαλες για μένα. Δεν θέλεις τα θύματα σου να βλέπουν το πρόσωπο σου, να μην σε αναγνωρίζουν όταν σαν άλλος κλέφτης θα κλέβεις από άλλα χείλη δροσιά και ουρανό.
Δεν μου λείπει τίποτα. Ούτε το φεγγάρι που έντυσε τα χείλη μας την τελευταία φορά, ούτε τα υγρά σου χείλη που πια ξέρω πως κλέβουν ζωή απο άλλα. Μου λείπει μόνο το αδιόρατο αυτό συναίσθημα πως τα δικά μου φιλιά ήταν μοναδικά και όχι μια κουκίδα στο σάκο με τα κλοπιμαία σου. Δεν σε ποθώ και δεν σε θέλω. Όχι δεν. Εγώ; Έναν κακό;
Πάλι κοροιδεύω τον εαυτό μου, οι κακοί είναι αυτοι που σφηνώνονται πιο βαθιά απο όλους μέσα μου και δεν βγαίνουν με τίποτα. Με τι περίεργα εργαλεία καρφώνονται έτσι πάνω μου δεν θα μάθω ποτέ...
Θέλω μόνο για μια τελευταία φορά να με ληστέψεις, ναι θέλω, και μετά να ψάξω στο σάκο με τα τιμαλφή για τα δικά μου δώρα, τα δικά μου τα φιλιά που μου στέρησες, για όλα εκείνα που σου έδωσα χωρίς να λάβω...

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

Όταν ερωτεύθηκα...



Χαμογέλασε ξανά στον εαυτό της, και βγήκε με το φορητό της υπολογιστή στην βεράντα του σπιτιού της. Κοίταξε την φωτισμένη Ακρόπολη. Της άρεσε η μοναξιά στο μπαλκόνι της. Η ακρόπολη είχε θαυμάσει όλα αυτά τα χρόνια, τα γέλια της, τα δάκρυα της, τις τύψεις, τις ενοχές και τα όνειρα της. Τα ήξερε όλα. Και ήταν η μόνη φίλη που δεν θα τα μαρτυρούσε πουθενά. Θα στεκόταν εκεί ακόμα και μετά από εκείνη και θα φυλούσε τα μυστικά της. Για αιώνες, για πάντα.
Αυτό το για πάντα την εξίταρε. Το ότι ήταν τρωτή και ευάλωτη στο χρόνο η ίδια την εξίταρε πάντα. Ήταν η Ελένη, ζούσε τον 21ο αιώνα σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, με θέα την Ακρόπολη και τον 22ο αιώνα δεν θα ήταν τίποτα. Την τρέλαινε που θα πέρναγε στην αιωνιότητα χωρίς να την θυμάται κανείς. Και όμως υπήρχαν πρόσωπα που έζησαν και έφυγαν και κανείς δεν τα ξέχασε. Μέσα από τα έργα τους. Θα ξέχναγε κανείς ποτέ τον Αινσταίν; Τον Ντοστογιέφσκι; Τον Αρμστρονγκ; Όχι. Ποτέ. Αλλά και πάλι, για κάποιους η θύμηση, δεν έφευγε ποτέ, ακόμα κι αν δεν είχαν κάνει κάτι τόσο σημαντικό. Θυμήθηκε τη γιαγιά της. Πάντοτε τη θαύμαζε. Και την θυμόταν. Πάντα. Σε ότι κι αν έκανε. Γιατί ήταν αγνή ψυχή. Η πιο αγνή και όμορφη ψυχή. Και ακόμα κι αν δεν ανακάλυψε την θεωρία της σχετικότητας, ή έγραψε τον «Ηλίθιο» δημιούργησε κάτι εξίσου σημαντικό. Ζωή. Τα παιδιά της.
Δεν της είχε περάσει ποτέ από το νού της να κάνει δικά της παιδιά. Ήταν άλλωστε μόλις 23 χρονών. Βέβαια αυτό ήταν σχετικό. Η γιαγιά της στην ηλικία της είχε ήδη την πρώτη της κόρη. Αλλά το όνειρο της ήταν άλλο. Και ήταν πολύ μακριά από μωρά που ουρλιάζουν και κλαίνε. Πήρε τελικά το βλέμμα της από τον φωτισμένο ιερό βράχο και κάθισε στον αναπαυτικό της καναπέ αγκαλιά με τον υπολογιστή της. Και έγραψε την πρώτη λέξη.
Έρωτας. Τελεία. Το μυαλό της δεν πήγαινε πουθενά συγκεκριμένα όταν άκουγε αυτή τη λέξη. Και αυτό την στεναχωρούσε πολύ.
Αγαπούσε ναι τους γονείς της. Τις φίλες της. Κάποιους συγγενείς της. Αλλά έρωτας; Τι έρωτας; Τι σημαίνει για πάντα;
Σταύρωσε τα γυμνά της πόδια και αγκάλιασε τον υπολογιστή της σκεφτόμενη όλους τους μικρούς της έρωτες, τα βέλη που δεν κατάφεραν τελικά να την τρυπήσουν, μόνο να την ακουμπήσουν. Και μετά ήταν λες και κάποιος της έδωσε μια ασπίδα για να τα αποκρούει πάντοτε στο μέλλον. Και εκείνη την κρατούσε τόσο επίμονα, με τόση αφοσίωση, αποκρούοντας το κάθε βέλος που την πλησίαζε για να προστατεύεται, να μην καταφέρει ποτέ να πληγωθεί. Ο έρωτας είναι παραίτηση. Η φράση αυτή στριφογυρνούσε συνέχεια στο μυαλό της. Δεν έπρεπε να την πιστεύει αν ήθελε να γράψει κάτι καλό και το ήξερε. Αλλά πώς να μην την πιστεύει όταν όλα γύρω της ήταν τόσο κυνικά, τόσο δήθεν και ψεύτικα; Εκείνη η πεισματάρα και περήφανη, είχε ανάγκη τώρα από αρκετή παρακίνηση και καθοδήγηση. Και το παραδέχτηκε καθώς περίμενε τις φίλες της να την τραβήξουν απ το χέρι, ίσως να της πάρουν την ασπίδα που κρατούσε τόσο δυνατά σχεδόν ματώνοντας τα χέρια της. Έπρεπε κι εκείνη όμως να παραιτηθεί, να την αφήσει, να την δώσει.


Χαρμολύπη

Και χαρά και λύπη. Μαζί ή παράλληλα.
Ή μάλλον τίποτα, ενα τεράστιο τίποτα. Σα νότες πεταμένες πάνω σε παρτιτούρες χωρίς αρχή μέση και τέλος. Ή μάλλον μόνο τέλος υπάρχει.Τέλος.
Είναι απο αυτές τις μέρες που το κεφάλι σου βουίζει λες και μέσα του στριφογυρνάνε παιδιά που τα παράτησαν στην παιδική χαρά και δεν λένε να φύγουν. Και όσο κι αν απολαμβάνουν το παιχνίδι τους έσυ θές να τα διώξεις. Σε τρομάζουν τα μικρά παιδάκια με την αθώα άγνοια τους.
You feel blue...


Μπλέ. Μπλέ;


Και σηκώνεσαι απο τον βραστερό καναπέ πηγαίνεις προς το ψυγείο, (αρχικά για να δροσιστείς μπαίνεις ολόκληρος μέσα στα ράφια) και ψάχνεις κάτι να φάς όχι αναγκαστικά γιατί πεινάς, έτσι. Πάλι ξέχασες να ψωνίσεις, το μόνο που υπάρχει είναι γιαούρτια απο την εποχή που έκανες δίαιτα, με ημερομηνία λήξεως 2 μήνες πρίν (αλήθεια πότε έκανες εσύ δίαιτα;). Τα βγάζεις να τα πετάξεις, η περιέργεια όμως και η βλακεία σου σε βάζουν να τα ανοίξεις. Σαπίλα. Γουστάρεις όμως. Παρατηρείς τη μούχλα που έχει εξαπλωθεί σε όλο τον αφρό. Δεν έχεις πλεόν καμία όρεξη. (Αυτό ήταν πάει η όρεξη) Και πάς πάλι προς τον καναπέ. Μέχρι που ακους κάτι άτακτες μελωδίες. Τι ανώμαλα κέφια έχει πάλι ο γείτονας; Εντάξει δεν είναι και τόσο χάλια, ντύνονται σε λίγο απο μια βελούδινη φωνή.


Καλά το κουτάλι τι το κρατάς στο χέρι; Αφού γιαούρτι δεν θα φάς! Πάρτο απόφαση (όχι ότι θα το τελείωνες αν τρωγόταν εξάλλου, μια στάλα στη μύτη του κουταλιού ίσα να απασχοληθεί η γλώσσα σου και θα έμενε να κάνει μούχλα στο κομοδίνο σου). Ποιόν κοροιδεύεις;

Η μουσική δυναμώνει. Δεν είσαι απο αυτούς που κάνουν παρατήρηση. Ίσως σου αλλάξει λίγο τη διάθεση αν την ακούσεις λίγο πιο δυνατά. Είναι πιάνο τελικά, και καθόλου άτακτο. Στήνεις το αυτί σου να ακούσεις. Και ανοίγεις όλα τα παράθυρα. Καυτός αέρας μπαίνει μέσα, εσύ κρατάς ακόμα το κουτάλι στο χέρι (αφου δεν θα φάς είπαμε!) και χορεύεις απαλά στην αρχή, στη συνέχεια πιο αρμονικά,στο τέλος σχεδόν έξαλλα. Αλλά είπαμε δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε μέση, μόνο τέλος. Έξαλλα.

Θέλεις να σηκώσεις τα χέρια σου ψηλά, αλλά κρατάς ακόμα το κουτάλι. Το φέρνεις στο στόμα. Καμία γεύση, καμία αίσθηση, και τα χέρια κοντεύουν να αγγίξουν το ταβάνι, το πολύφωτο και τον ουρανό. Συνεχίζεις μέχρι να κουραστείς(ή μέχρι να το κλείσει ο γείτονας). Ωραία είναι να εκμεταλεύεσαι τα γούστα του άλλου, σκέφτεσαι. Αλλά πάντα αυτό δεν κάνεις; Κλέβεις και σε κλέβουν. Αντιγράφεις και σε αντιγράφουν. Τι λές μωρέ, πάλι παρανόησες και είναι ακόμα μεσημέρι...Φοβάμαι το βράδυ τι θα σκέφτεσαι και πως θα είσαι που το φεγγάρι σε σεληνιάζει. Φοβάμαι τότε πως όχι μόνο θα κοιτάς τη μούχλα, θα σου ρθεί και να τη δοκιμάζεις. Ότιδήποτε. Ότιδήποτε θα έκανες για να βγείς απο τη μιζέρια σου, να ξεπεράσεις τα όρια σου, να κατεβάσεις το φεγγάρι. Μας δουλεύεις ε; Σε όλους αυτό κάνεις. Και δεν σε παίρνουν χαμπάρι. Εδώ δεν σε παίρνει χαμπάρι ούτε η φάτσα που βλέπεις στον καθρέφτη. Ψέμμα. Ψέμμα είσαι στο τέλος. Άρα μόνο ψέμμα.

Την έκλεισε τη μουσική. Έκλεισε και τα παράθυρα του. Μάλλον κατάλαβε ότι κάποιος έκλεβε λίγη απο τη δική του απόλαυση, ή απλά άνοιξε το κλιματιστικό, ο καυτός αέρας δεν είναι βάλσαμο για τους μοναχικούς και στεναχωρημένους. Αλλά αλήθεια εσύ είσαι στεναχωρημένη, εσύ που κρατάς το κουτάλι και χορεύεις πάνω στον καναπέ σου; Το πετάς κάτω το στο πάτωμα (δεν σε νοιάζει εκεί θα μείνει μέχρι να θές να ξαναφάς γιαούρτι-δηλαδή ποτέ-) και ξαναβουλιάζεις στον καναπέ σου. Ε εντάξει καλό είναι ενα διάλλειμα χαράς μέσα στη λύπη, αλλά είπαμε εσύ τα έχεις και τα δύο μαζί. Θέλεις γρήγορα κρύο αέρα ή ζεστή αγκαλιά. Ή τίποτα. Ή και τα δύο.






Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

Ένας άγγελος με τα χέρια στις τσέπες...


"Μέσα σε τούτο το μπουλούκι απο θεατρίνους που ακολουθάω την τύχη τους είναι κι ενα αλλόκοτο γυναικείο πλάσμα. Ένα καλόγνωμο κορίτσι με δειλούς ώμους και σηκωμένο γιακά. Αγαπάει τα πάντα με κάτι τρόπους ολωσδιόλου ευαγγελικούς. Όλους. Και μόνο εμένα όχι... Ήταν ίδια την κάθε ώρα της μέρας με τον κάθε λογής άνθρωπο. Με κανέναν περισσότερο ή λιγότερο καλή. Έπρεπε να ήταν σίγουρη πως όλοι την αγαπούσαν κι ωστόσο ένας περίεργος πανικός την έδερνε. Τα χέρια της έβρισκαν καταφύγιο στις τσέπες και δεν ξέκοβαν απο κεί. Το κεφάλι έμενε μισοχωμένο μέσα στο σηκωμένο γιακά του πανοφωριού και το σύνολο της ήταν περίτρομο.


Το καλοκαίρι που δεν θα υπάρχει ο σηκωμένος γιακάς, που δεν θα υπάρχουν τσέπες, πόσο θλιβερή θα είναι η ζωή αυτού του σπουργιτιού...Κάποτε της έγραψα ένα μικρό μπιλιέτο που το σκισα την ίδια στιγμή. Της έγραφα: "Φοβισμένο μου γλυκό πλάσμα, γιατί να φοβάσαι τόσο τους ανθρώπους αφού τόσο τους αγαπάς; Και γιατί να τους αγαπάς αφού τόσο τους φοβάσαι;"


Α, στάθηκα πολύ ένοχος μαζί της. Ολόκληρο χειμώνα την παίδευα με την αγάπη μου...μιαν αγάπη που την απόκρουσε απο την πρώτη στιγμή με όλα της τα δυνατά...Μα με έναν τρόπο!...Μ άφηνε να της κρατώ τα παγωμένα της χέρια όσες ώρες ήθελα...Μ'άφηνε ακόμα και να τα φιλώ.

Ήταν κάτι χέρια με μακριά λεπτά δάχτυλα. Μα ποτέ δεν κατάφερα να τα ζεστάνω...Ποτέ δεν τα νιωσα να τρέμουν στην επαφή μου.


Τώρα που τη σκέφτομαι βρίσκω πως ποτέ δεν την αγάπησα όπως αγαπούνε οι νέοι τα κορίτσια. Ο πόνος της, η καλοσύνη της ήταν που μ'έφερναν κοντά της. Οι κινήσεις της, τα φερσίματα της δεν είχαν καμία θηλυκότητα, καμία περιπάθεια...μα ήταν τόσο πολύ...τόσο απέραντα καλή...Τα χέρια της που ποτέ δεν τα βγαζε απο τις τσέπες, αυτά που τόση είχαν παρθενικότητα, είμαι βέβαιος πως ήταν χέρια αγγέλου.

Ακριβώς. Ήταν ενας άγγελος με τα χέρια στις τσέπες, ένας άγγελος που τον έλεγαν Νίνα και είχε κατάκλειστη την καρδιά του για μένα. Είπα πως αγαπούσε όλο τον κόσμο. Έτσι είναι, εκτός απο μένα...

Μα φαίνεται πως εγώ ήμουνα έξω απο τον κόσμο."

¨


ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΔΕΝ ΑΡΑΞΑΝ, Μ.Λ.

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Με φόντο το ατέλειωτο Αιγαίο και μια καλοκαιρινή πανσέληνο


Δεν ξέρω ούτε κι εγώ πόσο πολύ την αγαπάω τη θάλασσα...Σίγουρα στην προηγούμενη ζωή μου (ή και στην επόμενη αν έχω χάσει αυτή την ευκαιρία) θα ήμουν ψάρι. Όχι του βυθού. Αφρόψαρο θα ήμουν, να κολυμπάω απο τη μια, να βλέπω και τον ουρανό όποτε βαριόμουν το νερό, απο την άλλη.

Στο Αιγαίο λένε ότι το φεγγάρι καθρεφτίζεται στα νερά με διπλάσια ορμή, τους πιστεύω, θέλω να τους πιστέψω γιατί αυτό που βλέπω μπροστά μου είναι όμορφο. Και τότε, με το νου στο "όμορφο", άθελα μου, στο μυαλό μου έρχεται το παρελθόν. Το πρόσφατο και το παλιό. Και είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που δεν σκέφτεσαι κάτι παραπάνω, απλά κοιτάς το φεγγάρι γεμάτο μπροστά σου και οι λέξεις σου γαργαλάνε τον ουρανίσκο, μεγάλες, βαρύγδουπες. Αυτές που ντρέπεσαι να ξεστομίσεις, αυτές που ντρέπεσαι ακόμα και να παραδεχτείς οτι σκέφτηκες να ξεστομίσεις. Ερωτικές.

"Ο τρόπος που μου λείπεις μοιάζει με τον τρόπο που κοιτάμε το φεγγάρι. Ξέρω, ναι είναι εδώ μπροστά μου στον ουρανό, φωτίζει μια λουρίδα θάλασσας στο περασμά του, μα είναι αυτό εκεί, κι εγώ εδώ. Και όλοι έχουν την ψευδαίσθηση πως έχουν τη δική τους μοναδική λουρίδα μπροστά τους, να την μοιράζονται μαζί του, εγώ όμως ξέρω πως η δική μου, αυτή που σταματάει μπρος στα γυμνά μου πόδια είναι η πιο φωτεινή απο όλες. Εγώ που ζω εδώ και εσύ εκεί."

Και έπειτα σκέφτομαι εκείνον. Δεν έχει συγκεκριμένη εικόνα, ίσως δεν είναι και μόνο ένα πρόσωπο. Πολλοί με πλήγωσαν και εγώ συνέχισα να νιώθω. Όχι γιατί το ήθελα. Γιατί το είχα ανάγκη. Τόσο μεγάλη που γραπώνομαι απο σκιές και όταν καταλαβαίνω πως τα χέρια μου δεν ακουμπάνε κάπου (και είναι αργά-πάντοτε αργά) ψάχνω για άλλη. Σκιά πάντα.

"Θα είμαι εγώ εδώ. Θα περιμένω στο μεταξύ του πόνου μας. Εγώ.
Κι εσύ.
Σαν τις σταγόνες της βροχής που πέφτουν, και δεν φτάνουν ποτέ στο έδαφος παρά χτυπούν στους άσπρους τοίχους και στις τέντες, δεν θα έρχεσαι.
Κι εγώ.
Εγώ σαν το στεγνό το χώμα, σαν το απότιστο παρτέρι. Πώς αλλιώς να πώ πως έχασα το "εγώ" μου, μέσα στο "εσύ" σου; Πώς αλλιώς, πόσο; Πόσο θα ζω και δεν θα ζώ;

Σαν το φεγγάρι που μισεί την μοναξιά, σαν την αυγή μας που ποτέ δεν φτάνει.
Και τα χείλη σου.
Τα χείλη σου ολάνθιστος κήπος, κι εγώ μεθώ απ' τα λουλούδια σου. Τριαντάφυλλα, γαρδένιες και γιασεμιά.
Εγώ μέσα στη μέθη και εσύ σε μια σκιά. "

Και μες στον καύσωνα...το παραβρασμένο μυαλό αρχίζει να δουλεύει.


Και έτσι ξαφνικά...Ενα ζεστό (πολύ ζεστό-τόσο ζεστό που δεν αντέχεις να βγείς ούτε στο μπαλκόνι) απόγευμα, επανήλθαν όλες μου οι ανησυχίες. Αυτές που σκέφτομαι χρόνια τώρα και δεν μπορώ να εκφράσω, όλα αυτά που φοβάμαι και τρέμω, όλα αυτά που λέω να πω μα δεν ΜΠΟΡΩ να πώ. "Η σιωπή είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση του εγώ μας". Ναί ε;

Ε λοιπόν ναι είμαι μεγάλη εγωίστρια, τόσο μεγάλη ώστε να το παραδέχομαι, αλλά η σιωπή διαφέρει απο την άγνοια, και δεν μου αρέσει να αγνοώ. Τώρα θα μου πείς και ποιός δεν έχει ανησυχίες; Είμαι νέα. Μόλις 21 (και κάτι- στο μυαλό ακόμα 12) κι όμως ποτέ μου δεν υπήρξα άνθρωπος που αγνοούσε. Απεύφεγα τον ωχαδερφισμό όπως ο διάβολος το λιβάνι γιατί θεωρούσα τη ζωή μια σειρά απο ευκαιρίες. Σήμερα και αύριο. Και ποτέ χτές. Αυτό όμως είναι που πάντοτε με πνίγει. Αυτό που αδυνατώ να διαχειριστώ και να αποδιώξω τόσο εύκολα απο πάνω μου. Ένα χτές με τόσες πολλές ανησυχίες που γίνεται η αφορμή να είναι το σήμερα ακόμα πιο ΑΝΗΣΥΧΟ. Και αναρωτιέμαι: "πόσο καλή είναι τελικά η ησυχία;"

Ήσυχος= αυτός που δεν είναι άτακτος (δεν είμαι ήσυχος) Ήσυχος= αυτός που είναι ήρεμος (δεν είμαι ήσυχος) Ήσυχος= αυτός που είναι γαλήνιος (δεν είμαι ήσυχος!)

Δεν έχω σκοπό να σας τρελάνω με όλα αυτά που περνούν κατα καιρούς απο το διαστροφικό κεφάλι μου (φύσει και θέση διαστροφική-η ζωή μου μπορεί να μεταφραστεί σε ψυχεδελικό θρίλερ) θέλω όμως να μοιραστώ και με άλλους αυτά που δεν χωρούν πια στο κεφάλι μου και ξεχειλίζουν στο στόμα μου. Δεν είναι μεγαλόστομα λόγια, λυπητερές προτάσεις και λογοτεχνικές μπούρδες. Είναι το πιο όμορφο κομμάτι του εαυτού μου που πάντοτε το κρύβω. Όχι για να μην μου το ματιάσουνε! Τουναντίον! Γιατί πιστεύω πως τα μεγάλα λόγια δεν είναι για να λέγονται, είναι για να διαβάζονται. Και αν δεν σας αρέσω αλλάξτε ιστολόγιο...και ησυχάστε.