Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Καθ' ομοίωση


Θεέ μου, σου θύμωσα.
Έτσι ξαφνικά έγινε.
Μια μέρα ξύπνησα και μου έφταιγαν όλα.
Το σώμα μου που δε με υπακούει πιά,
το ταβάνι που μένει ακίνητο,
το απαράδεκτο χρώμα του ουρανού.
Μαζί κι εσύ.
Έτσι ξαφνικά έγινε.

Θεέ μου, σου έχω μούτρα.
Που μ'άφησες να μεγαλώσω.
Που ακόμα με αφήνεις να μεγαλώνω,
και να γερνάω.
Να σκέφτομαι σα μεγάλη,
και να μετράω τις άσπρες μου τρίχες,
στο κεφάλι.
Σταμάτα αυτό το ρολόι.

Θεέ μου, σου χω μίσος.
Γιατί κάθε πρωι ξημερώνει
με χαρούμενους περαστικούς
και άσχετους να περνούν έξω
απο το κλειστό παράθυρο.

Θεέ μου, σε λατρεύω.
Γιατί μου επιτρέπεις
να αλλάζω γνώμη όπως τα ρούχα.
Κι όσο θυμό κι αν έχω,
πάλι "δικό μου" θα σε λέω.

Δυσανεκτική άνοιξη


Και ποιός να εκτιμήσει πια τη νύχτα;
Ποιός ακόμα χαίρεται με τα σκοτάδια;
Κάποτε μου άρεσε το ίχνος του
φεγγαριού πάνω στο νερό.
Το ακολουθούσα με την αφή.
Και κολυμπούσα τρυφερά
να φτάσω στην κορυφή.
Ήμουν αφελής.

Τώρα πια δεν μπορώ να μείνω
μακριά απο τα χρώματα.
Τα πράσινα των φύλλων,
τις μέλισσες με τις κίτρινες ρίγες τους,
το μπλέ που αφρίζει άσπρο
κατα τόπους.
Τώρα χιλιάδες αχτίδες τριγύρω.
Μα τώρα γνωρίζω.

Κι αν δεν ζούσα την πρώτη
μου άνοιξη μακριά σου,
δε θα βγαινα ποτέ απο το σκοτάδι.
Έφυγες και άφησες πληγές
με τα ράμματα.
Έφυγες μόνο για να με αφήσεις μοναχό,
ματωμένο, να κοιτάζω
το κόκκινο αίμα μου,
κάτω απ' τον ήλιο και να χαίρομαι.

Πόση ζωή αγαπημένη,
μέσα απο ενα θάνατο γέννησες;
Πώς κατάφερες να σου δώσω
το χέρι μου;
Ποτέ δε θα το καταλάβω.

Μια μέλισσα τρυπάει
με το κεντρί της την πληγή μου.
Μα ξέρεις κάτι;
Δεν πονάω. Δεν πονάω.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ονείρωξη



Μια μέρα ξύπνησε μέσα στα μαλλιά της. Είχε κοιμηθεί ελάχιστα, λιγάκι είχε ξεκουράσει το μυαλό του μετά τη μάχη τους και είχε ανοίξει πάλι τα μάτια του. Τα μαλλιά της έπεφταν μέσα στα βλέφαρα του, έτσι πυκνά μπλέκονταν με τα τσίνορα του. Μαύρα και ατίθασα. Μύριζαν κάτι απο θάλασσα, κάτι κι απο λουλούδι. Ίσως γιασεμί. Όχι. Ήταν σίγουρα γαρδένια. Φύλαξε αυτή τη μυρωδιά σαν ανάμνηση. Και πήρε τα βλέφαρα, να τα ρίξει πάνω στο πρόσωπο της. Πάντα όταν συνδυάζουμε μια οσμή πρέπει να περιλαμβάνει και μια εικόνα. Για να θυμόμαστε. Την εικόνα φέρνουμε στο νου με τη μυρωδιά. Με αυτό τον τρόπο αποθήκευε κι εκείνος. Και συνδύασε το γιασεμί με τα δικά της τσίνορα, που ήταν σφαλιστά. Κοιμόταν αθόρυβα. Πάντα έτσι κοιμόταν, στην ίδια θέση, στο ίδιο σημείο, αθόρυβα, ίσως και με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη, μα αυτό το καταλάβαιναν λίγοι. Και η γαρδένια άντεξε στη μνήμη. Δεν πάλιωσε ποτέ, δεν έγινε ποτέ λίπασμα σε άλλες σκέψεις. Έμεινε εκεί ψηλά ολόφρεσκη κι ολάνθιστη.

Σε λίγες ώρες θα ξυπνούσε κι εκείνη. Πεινασμένη ίσως. Όχι για έρωτες, για άλλα πράγματα. Έκανε άλλα πράγματα. Έτσι έλεγε τουλάχιστον σε εκείνον. Και πάντα έφευγε κλεφτά, χωρίς να κάτσει ούτε για ένα φλιτζάνι καφέ, ούτε καν για ένα τσιγάρο. Έτσι έφευγε. Μασούσε μόνο τα λόγια της. Καμιά φορά τα μπέρδευε κιόλας. Δεν έβλεπε την ώρα να σηκωθεί και να ντυθεί. Τώρα όμως ήταν δίπλα του, με τα μάτια κλειστά. Και το πιο ανώδυνο πλέον θα ήταν μόνο να την κοιτάζει. Ο λαιμός της διπλωμένος στο μαξιλάρι, και τα χέρια της σε στάση εμβρυακή. Σχεδόν αδύναμη. Και η γαρδένια άντεχε ακόμα.

Και έτσι συνειρμικά έκανε ένα ταξίδι. Και σκέφτηκε όλα αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν μαζί ξύπνιοι. Να περπατούν παρέα. Να μοιράζονται τα ίδια φαγητά και τσιγάρα. Να κοιτάζονται στα μάτια. Να φιλιούνται στο λαιμό, στα δάχτυλα. Να αρρωσταίνει και να του κρατάει το χέρι σαν παραμιλάει απο τον πυρετό. Να πίνουν τσάι σε ένα μπαλκόνι με μια ξεχασμένη αιώρα. Να διαβάζουν βιβλία ο ένας στον άλλο. Να κρύβονται στα σκοτάδια. Να ταξιδεύουν κάθε μέρα με το νου. Να μένουν στο ίδιο κρεβάτι. Να λείπει ο ένας στον άλλο. Και να μυρίζει πάντα γαρδένια.

Παρακαλούσε να μην ανοίξει τα μάτια της. Και φοβόταν μήπως η μνήμη του κάποτε τον προδώσει. Έκλεισε για άλλη μια φορά την ένταση του μέσα σε μια ανάσα, που βγήκε εξοργισμένα απο το στόμα του. Και έκλεισε κι εκείνος τα μάτια του. Έφυγε και απο τα μαλλιά της. Πήγε αλλού να μείνει. Εκεί που δεν έχει φρούτα, λουλούδια, και συναισθήματα. Κι όμως, αυτή η μυρωδιά κλείστηκε σε ενα κουτάκι του μυαλού του ξεκλείδωτο. Και η επόμενη μέρα θα ξημέρωνε σαν την προηγούμενη. Συνηθισμένη και βραχνή. Κανείς μην πει μια λέξη και προδοθεί. Κανείς δεν είπε. Τα μαλλιά της τον πλησίασαν απο ατύχημα όμως. Και δεν μύριζαν τίποτα. Ίσως μια υποψία τσιγάρου, σίγουρα όμως δε μύριζαν γαρδένια.

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Ομπρέλες

Στο τέλος του χειμώνα για ενα περίεργο λόγο ξεκίνησε να βρέχει. Έβρεχε πολύ και ασταμάτητα. Για μέρες, για βδομάδες. Γέμισαν οι δρόμοι, γέμισαν τα λούκια, γέμισαν οι πρώτοι όροφοι απο όλα τα κτίρια. Το έδαφος δεν μπορούσε να απορροφήσει όλο αυτό το νερό, τα δέντρα μαράθηκαν σιγά σιγά. Και δε σταματούσε να βρέχει. Έβρεξε όλη την άνοιξη. Όλες τις μέρες, τόσο που οι άνθρωποι ξέχασαν πως ήταν ο ήλιος, τα μαύρα δέρματα ασπρίσανε, και έμαθαν όλοι τους κολύμπι.

Η Αθήνα έμοιαζε με τη Βενετία. Όμορφη πολύ, είχαν καλυφθεί όλα τα σκουπίδια, οι άσχημοι δρόμοι, οι ανούσιοι περαστικοί. Έβλεπες μόνο να επιπλέει που και που κανένα παγκάκι, κι αυτό θύμιζε στο σκηνικό, κάτι απο γόνδολα. Κι όμως οι άνθρωποι συνήθισαν. Έφτιαξαν όμορφες βάρκες και ανέβηκαν στις ταράτσες. Τρομερό θέαμα η πλημμυρισμένη πόλη. Ανέβαινες στην Ακρόπολη και έβλεπες ίσαμε τον Πειραιά ατέλειωτο λευκό, παχύρρευστη βροχή, σα χιόνι και ποτάμι.

Κι όμως οι άνθρωποι έζησαν. Στην αρχή έψαχναν με μανία ομπρέλες. Δεν κυκλοφορούσες ξεσκέπαστος. Μετά όμως συνήθισαν. Πέταξαν τις ομπρέλες μες στο νερό και βγήκαν σαν τα ψάρια με μακροβούτια. Τις ρούφηξε ο βυθός όλες τις ομπρέλες και τις έχασαν. Κανένας δε βρήκε τη δική του ομπρέλα ξανά. Αλλά μάλλον κανένας δεν έψαξε αρκετά. Έμαθαν να κάνουν τα πάντα στο νερό, χωρίς ομπρέλα. Έτρωγαν, συζητούσαν, έκαναν έρωτα. Και ήταν πολύ ευτυχισμένοι που είχαν έρθει όλα έτσι.

Μέχρι που στη μέση του καλοκαιριού, εκεί μες στις μεγάλες ζέστες η βροχή σταμάτησε. Και ντύθηκε κι ο ουρανός με εναν τεράστιο ήλιο. Όσοι ήταν στις ταράτσες τους και λούζονταν απο βροχή πέθαναν ακαριαία απο το ξαφνικό φώς. Αγκαλιασμένοι στις ταράτσες, κάποιοι έφυγαν και με φιλί στο στόμα. Ήταν υπέροχο θέαμα να βλέπεις τα χείλη τους ενωμένα και τα κορμιά άψυχα. Κι όσοι ήταν μέσα στα σπίτια είδαν το φώς και τρόμαξαν. Φοβήθηκαν να βγουν έξω. Τα άσπρα τους δέρματα θα καίγονταν αμέσως, θα πέθαιναν κι εκείνοι απο το κάψιμο. Και έτσι ψάχνουν ακόμα τα βράδια τις ομπρέλες που πήρε το κύμα.

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Σε ξεχώρισα


Απο αγάπη έγινε. Όπως όλα τα "δεν πρέπει".
Δεν πρέπει να αργήσεις. Εσύ χαζεύεις στο δρόμο τα ανθισμένα παρτέρια. Αργείς.
Δεν πρέπει να πιείς. Εσύ αγριεύεις και αρπάζεις απο το ράφι το ούζο. Όλο.
Δεν πρέπει να χαζεύεις. Εσύ απορείς πως γίνεται να μην.
Δεν πρέπει να πέσεις σε παγίδα. Εσύ πέφτεις και δαγκώνεσαι, φιμώνεσαι, μην ακουστείς.

Απο αγάπη έγινε. Και όχι την απλή, αυτή που προυποθέτει φιλιά και σκοτάδια. Την άλλη, της ημέρας. Με τον καφέ και την αγκαλιά. Την άλλη, την κανονική.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Το τέλος στο σαλόνι

Υπάρχει ενα μεγάλο δράμα. Πάντα, σε ό,τι ζούμε. Είναι η ανάγκη να παλέψουμε την ευτυχία. Αφού την αποκτήσουμε βεβαίως. "Αν αγαπάς θα μάθεις να πορεύεσαι μόνος". Πολύ σωστά μου είχε πει η δασκάλα μου. "Ακόμα κι αν δε μάθεις να αγαπάς, θα μάθεις τουλάχιστον να μη μισείς". Σημαντικό.


Έχω στο σαλόνι μου ένα βάζο με πεντακάθαρα λουλούδια. Που μοσχοβολάνε σαν τον επιτάφιο, και σαν κήπος δροσερός του Απριλίου. Με τα βρεγμένα πέταλα απο τις ξαφνικές μπόρες. Σκέφτηκα πολλές φορές να στα χαρίσω, να ομορφύνουν λίγο και το δικό σου σαλόνι. Να τα βολέψω στο βάζο στο τραπέζι σου, να τα βυθίσω στο νερό σου. Το μόνο που κάνω όμως είναι να σε αφήνω να με πατάς με τα πόδια σου, και να με στέλνεις στον πάτο, χωρις ανάσα. Στο βυθό σε έχω ξεχάσει, στον αφρό σε αναζητώ πάλι.

Δεν ξέρω αλήθεια αν σ'αγαπώ, σίγουρα όμως δε σε μισώ. Είχε δίκιο η δασκάλα.
(Και ξαναπαίρνω ανάσα πιο βαθιά)

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Μέτρημα




Με τους αριθμούς δε τα πήγαινα ποτέ καλά. Θυμάμαι τον εαυτό μου να μετράει τα σκαλοπάτια του σχολείου απο το ισόγειο ως το δεύτερο όροφο. 23. Μονός αριθμός. Και άλλα τόσα στο κατέβασμα. Μονός αριθμός. Δεν διαιρείται ακριβώς με κανέναν άλλο αριθμό. Αφήνει κάτι δεκαδικά για τον εαυτό του. Έτσι μάθαινα την πρόσθεση, ποτέ την αφάιρεση, πέρναγα τις σκάλες, κυλιόμουν στις χειρολαβές και τα ξέχναγα όλα μέχρι να πάω σπίτι. Και τα νούμερα και την πρόσθεση. Μετά μέτραγα τα χρόνια που περνούσαν μακριά απο αυτές τις σκάλες. Δεν ήταν το φόρτε μου τα μαθηματικά.

Η μνήμη μου όμως με έβγαζε πάντα ασπρόσωπη. Θυμόμουν απ' έξω όλα τα ονόματα των πόλεων. Θυμόμουν τα σπίτια των συμμαθητών μου, τα αμάξια τους, τους γονείς τους που περίμεναν απ' έξω για να τους πάρουν, μαζί και τα ονόματα τους. Θυμόμουν τις γλάστρες στο προαύλιο με τα γεράνια. Ακόμα τις θυμάμαι. Δε μύριζαν ποτέ αυτες οι γλάστρες. Ως παιδί δεν είχα καταλάβει βέβαια γιατί. Νόμιζα ότι όλα τα λουλούδια μοσχοβολούσαν όπως τα τριαντάφυλλα της αυλής μας. Πόσο έξω είχα πέσει.

Μετρώντας αργότερα συναισθήματα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια τα έβγαλα πολλά. Σε αριθμό. Λίγα σε αξία, σχεδόν ελάχιστα. Ίσως να υπήρχαν μέσα στο σωρό και κανα δύο που άξιζαν μα μπλέχτηκαν στα δίχτυα των κακών και έγιναν ένα κουβάρι. Μάζα απο λαμαρίνες μου καθόρισε τη ζωή. Ταμπέλα δεν έβαλα σε τίποτα απο αυτά που ζούσα, έτρεμα μόνο στα σεντόνια.

Τελικά ίσως να ήταν καλύτερα να αγαπούσα τους αριθμούς μου. Να τα πήγαινα καλά μαζί τους και να έμενα στα αθροίσματα. Το άσχημο είναι όμως πως θυμάμαι. Θυμάμαι λαιμούς συγκεκριμένους, θυμάμαι μυρωδιές, θυμάμαι λόγια. Και το χειρότερο. Θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα στο παρελθόν μου. Ίσως πάλι αυτη η κασέτα που παίζω σα μοτίβο στο μυαλό μου να είναι μόνο φαντασία, ίσως η πραγματικότητα που μας ενδιαφέρει να έχει να κάνει μόνο με πράξεις.

Ένα και ένα κάνουν ένα.

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

"αρεταί φαυλότεραι"


Ευτυχώς που υπάρχουν και τα βιβλία, για να μου θυμίζουν πως δεν είμαι (ακόμα) τροφή για τα σκουλήκια. Ξυπνάς, κοιμάσαι, ντύνεσαι, γδύνεσαι, ζεις, πεθαίνεις. Ενδιάμεσα;
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι ισχύριζονταν πως το άριστο είναι η ιδεατή αρετή. Και πως εργαλεία για τη θέαση της έχουν όλοι, απλά κάποιοι δεν τον γνωρίζουν. Εγώ δεν τους πολυπιστεύω, βεβαίως και δε θα αναιρέσω την αυταπόδεικτη αλήθεια εκείνων που έγραφαν με περισπωμένες και πνεύματα. Ταύτιση αρετής και ευτυχίας. Μηδέν δηλαδή.

Ευτυχώς λοιπόν που υπάρχουν και τα βιβλία. Ευτυχώς που υπάρχουν και κάποια μυαλά που κινούνται και γεμίζουν αυτό το ενδιάμεσα. Τι θα ήμουν αλλιώς; Φαντασμένη. Λές και δεν είμαι τώρα. Λες και δε θα είμαι πάντα. Τα βιβλία. Ή μάλλον οι συγγραφείς. Οι συγγραφείς λοιπόν. Μεγάλοι και καταραμένοι άνθρωποι. Πολύ μεγάλοι. Και πολύ περισσότερο καταραμένοι. Εκείνοι δε ξυπνάνε, δεν κοιμούνται, δεν ντύνονται, δεν γδύνονται, πόσο μάλλον να ζουν ή να πεθαίνουν. Τίποτα. Αυτοί είναι το δώρο της αρετής αγαπητέ Πλάτωνα. Εκείνοι είναι η ίδια η αρετή.

Αυτό το δωμάτιο, που το αγαπάω και το μισώ παράλληλα γιατί μου προσφέρει την απομόνωση που ζητώ απο τους απέξω, μα με πνίγει στιγμές-στιγμές (μήπως κατάφερα ποτέ να ξεχωρίσω τα δυο συναισθήματα; Το ένα πηδάει πάνω απο το άλλο) μοιάζει λίγο και με φυλακή. Έχει βιβλία. Δεν έχει αρκετά όμως. Είναι μικρό σαν τον ορίζοντα μου. Κοντό, καχεκτικό και μαύρο. Ωραία θα ήταν να είχα βάψει τους τοίχους μου μαύρους. Τότε, θα έμοιαζε με κανονικό κελί. Ίσως και λίγο με θάλαμο φωτογράφου, ίσως με φέρετρο. Ωραίο θα ήταν τότε.

Ίσως μια μέρα να το βάψω. Μαύρο, ολόκληρο και το ταβάνι. Και να ανοίγω τα παράθυρα, να μπαίνει το φως βαριά και να γυαλίζει ο τοίχος, να φεγγοβολά. Μα πάνω στο μαύρο δεν μπορεί κανείς να ζωγραφίσει. Μην απορείς. Ούτε στον άσπρο τοίχο το τολμώ. Πρέπει να είμαστε εντάξει. Πρέπει να είμαστε ευγενικοί. Πρέπει να ζούμε τις επίγειες απολαύσεις και να ρουφάμε την καθεμία με μανία. Τσιγάρα, ποτά, φαγητά, σώματα. Να τα ρουφάμε όλα με μανία. Αυτά μας κρατάνε ζωντανούς.

Τι ψέμμα. Δίκιο είχαν τελικά οι φιλόσοφοι. Το φαγητό δεν με εμπνέει. Το ποτό το έκοψα κι αυτό. Το τσιγάρο απλά ντύνει τα γυμνά δάχτυλα μου. Να μη μιλήσω για τα σώματα. Αυτά τα αγγίζω μόνο φευγαλέα. Μοιάζουν λίγο με ηλεκτρικούς φράχτες. Ίσως με το ελάχιστο άγγιγμα να μην πεθάνω τελικά. Μα κι αν πεθάνω, θα χω γεμίσει με άλλα. Επίγεια πάλι. Και αυτά θα τα γνωρίζω μόνο εγώ. Γιατί ζούν μόνο στο μυαλό μου. Ησυχία τώρα. Σαν να ξύπνησαν τα ξωτικά εκεί μέσα. Ησυχία τώρα. Τώρα μιλάνε αυτά.

Μα τελικά δεν το έλυσα. Η αρετή είναι γραμμένη στα βιβλία; Η αρετή είναι η επιθυμία; Είναι ο σκοπός; Είναι η ευτυχία; Μήπως είμαι εγώ; Μήπως θα είμαι εγώ;
Εδώ σε θέλω τώρα Πλάτωνα. Να αποδείξεις πως είμαι ευτυχισμένη μέσα στη φυλακή την άσπρη. Την μελλοντική μαύρη.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Έτος 2012, λίγο μετά την καταστροφή

Η Μελίνα άνοιξε τα μάτια της την στιγμή που το ρολόι πήγαινε ακριβώς 9. Χωρίς ξυπνητήρι, έτσι είχε συνηθίσει τον τελευταίο καιρό. Ακουγόταν μόνο αυτός ο ανεπαίσθητος ήχος που έπιανε μόνο ο σκύλος τη στιγμή που οι δείκτες έκαναν ορθή γωνία και πεταγόταν πάνω κι εκείνη απότομα. Σαν τις κούκλες που πετάγονται από τα κουτιά δεμένες με το γνωστό ελατήριο.



Γεννημένη στις 6 Μαρτίου του 94, από δύο γονείς μεροκαματιάρηδες και μοσχαναθρεμμένη όπως όλες οι μοναχοκόρες, η Μελίνα πήρε το όνομα της από την Μελίνα Μερκούρη που έφυγε την ίδια μέρα με τη γέννηση της, παρόλες τις αντιρρήσεις της γιαγιάς Αμαλίας για το όνομα του παιδιού. Η μητέρα Καίτη θυμάται όλες τις ώρες που υπομονετικά περίμενε στο μαιευτήριο την τηλεόραση να παίζει αφιερώματα για τη μεγάλη αυτή ελληνίδα και με το όνειρο ακόμα μιας μικρής επαναστάτριας των καιρών, προχώρησε στη βάφτιση. Και κάθε μέρα ευχαριστούσε το Θεό για αυτό το μικρό Μελινάκι, χωρις να ακούει τη γιαγιά που φανερά βασιλική μισούσε οτιδήποτε είχε φέρει στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ, λέγοντας τους κομμουνιστές. «Σου λέω πως αυτοί είναι του διαβόλου. Θα μας κάνουν σαν τα μούτρα τους μια μέρα και θα χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο».

«Μαμά κάνεις λάθος, θα πάμε μπροστά. Θα γίνουμε σαν τους Ευρωπαίους μια μέρα και θα καμαρώνεις με αυτά που θα βλέπεις τριγύρω» της απαντούσε η μητέρα. Η γιαγιά όπως πάντα έγνεφε και την έλεγε «κουτορνίθι» που πίστευε ό,τι της σέρβιραν στην τηλεόραση και έφευγε βωμολοχώντας. Ήταν από τις μεγαλύτερες μορφές της γειτονιάς η γιαγιά Αμαλία. Έφυγε λίγο μετά το 2000, ουτε το ευρώ δεν πρόλαβε, άλλωστε ήταν πολύ μεγάλη, είχε ζήσει πόλεμο και κατοχή είχε σκληρύνει με τα χρόνια, και πάντα ήξερε να πετάει βρισιές στα γερμανικά, όταν έκανε πλάκα με τα εγγόνια. Η Μελίνα από την άλλη δε γνώρισε ποτέ τη δραχμή. Οι μόνες της αναμνήσεις από το βαρύ αυτό νόμισμα που γέμιζε το παιδικό της χεράκι ήταν από το δημοτικό, που η μάνα της της έβαζε στη χούφτα ένα κατοστάρικο. Αγόραζες ολόκληρο σάντουιτς τότε με ένα κατοστάρικο. Και είχες και ρέστα κάτι δεκαράκια. Από τότε που άρχισε να έχει δικό της πορτοφόλι όμως το ευρώ ήταν το μόνο νόμισμα που χρησιμοποιούσε. Με το πορτοφόλι σχεδόν άδειο όπως πάντα.



Σηκώθηκε, έκλεισε την πόρτα του σπιτιού που πια δε τη χωρούσε και ξεχύθηκε στην αφιλόξενη πόλη. Η κολλητή της την περίμενε ακριβώς από κάτω. Και ξεκίνησαν μια καθημερινή μέρα ως φοιτήτριες την περίοδο του καλοκαιριού. Πρώτα μια στάση από το σούπερ μάρκετ για τον καφέ του κουτιού και μετά λίγη βόλτα στον πεζόδρομο. Το περπάτημα σταματούσε στην πλατεία όπου έβρισκαν και τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας και όλοι μαζί τσουγκρίζοντας τα τενεκεδένια καφεδάκια τους περνούσαν τις ώρες τους συζητώντας για λογοτεχνία, πότε για σχέσεις, σπάνια για επικαιρότητα. Και κανένας δεν τους αναζητούσε από τότε που είχαν σταματήσει να χρησιμοποιούν τα κινητά τους. Συνεννοούνταν μεταξύ τους μέσω ιντερνέτ, κανόνιζαν τα ραντεβού τους και έτσι νωχελικά περνούσαν την ώρα τους. Άλλωστε δεν είχαν ανάγκη τίποτα παραπάνω. Καμία φορά, όταν περνούσε ο πλανόδιος με τους ξηρούς καρπούς έπαιρναν και ένα σακουλάκι όλοι μαζί και πάλευαν με τις ώρες τα τσόφλια στα στόματα τους. Ο Χάρης, ο μανιώδης καπνιστής μάζευε συχνά ρεφενέ με το καπέλακι που είχε ξεθάψει από την ντουλάπα του μπαμπά του και ψώνιζε ένα πακέτο τσιγάρα, από το οποίο έπαιρναν όλοι φουμάρωντας αργά τον καπνό. Αυτή τη συνήθεια με τα ρούχα την είχαν ξεκινήσει πρώτα τα κορίτσια που μη μπορώντας να αγοράσουν πλέον όλα αυτά που ήθελαν έκαναν επιδρομή στις ντουλάπες της γιαγιάς και της μαμάς βρίσκοντας σπάνια όμορφα κομμάτια. Και έτσι κυκλοφορούσαν με την αυτοπεποίθηση πως φορούσαν κάτι καινούργιο, έξω από τα συνηθισμένα.



Όταν έπεφτε το βραδάκι, κατηφόριζαν συχνά προς την παραλία. Χρησιμοποιούσαν πολύ πλέον τα πόδια τους κάνοντας μεγάλες βόλτες, ξεκινώντας από την Ακρόπολη και καταλήγοντας στο Φλοίσβο. Είχε γίνει κάτι σα κουραστική απόλαυση. Και τότε εκεί στην αμμουδιά μεθούσαν με κρασί δίπλα σε μια φωτιά που έκαιγε. Ο Μάνος έφερνε και την κιθάρα του και έπαιζε ξεχασμένες μελωδίες του Χατζιδάκι. Και κανένας δεν τάραζε την ησυχία τους. Τα πολύβουα κλάμπ είχαν κλείσει εδώ και ένα χρόνο, κάνοντας τον τόπο να μοιάζει σχεδόν ερημικός. Και πολλοί από τους επιφανείς είχαν απομακρυνθεί σε ξένες χώρες. Στην Ελλάδα είχαν απομείνει μόνο εκείνοι που μπορούσαν να ζουν με τα λίγα. Μα αν τους ρωτούσες αν ήταν δυστυχισμένοι, δύσκολα θα απαντούσαν ναι. Άλλωστε αυτά τα λίγα ίσως να είναι αρκετά τελικά. Και η Μελίνα ήταν πολύ ερωτευμένη για να σκέφτεται το πορτοφόλι της. Ακουμπούσε στο πλευρό του Στέφανου και δε σκεφτόταν το αβέβαιο μέλλον. Ένιωθε τόση βεβαιότητα εδώ, γύρω στη φωτιά με την κιθάρα και καμία φορά μόνη μαζί του πίσω από τα βραχάκια, που δεν ήθελε τίποτα άλλο. Και όχι επειδή είχε συμβιβαστεί. Όχι, το κάθε άλλο. Γιατί η Μελίνα είχε ζήσει σε εποχές όπου η μητέρα είχε πάντα στο σπίτι φρέσκο γλυκό. Σε καλοκαίρια που δε νοούνταν να περάσουν χωρίς διακοπές σε νησί. Και χωρίς να στερείται ποτέ τα απαραίτητα. Ακόμα και όταν η κοιλιά της έπαιζε ταμπούρλο από την πείνα, δεν έφερνε στο νου τις καρυδόπιτες και τις πάστες. Έτρωγε με την ίδια ευχαρίστηση τα μακαρόνια της μητέρας, χωρίς τυρί καμία φορά. Και όταν στη γιορτή της έπαιρνε καμία φορά κανένα πολύχρωμο φουστάνι, χαιρόταν σαν το μικρό παιδί στο λούνα πάρκ. Και το φορούσε τα βράδια στον κήπο, στην πλατεία και στο σπίτι του Στέφανου, προσέχοντας πάρα πολύ μην το λερώσει, σαν κάτι το μονάκριβο. Γιατί έτσι είχε μάθει πλέον. Και έτσι θα μάθαινε και στα παιδιά της έπειτα. Που δεν είχε σκοπό να τα φέρει βέβαια πριν ανεξαρτητοποιηθεί. Θα γινόταν κι αυτό άλλωστε κάποια στιγμή. Σε λίγο καιρό θα ξεκίναγε τα ιδιαίτερα σε σπίτια. Και μετά είχε ο Θεός. Τις σκέψεις της διέκοψε ο Στέφανος. Είχε έρθει και κρατούσε καραμέλες βουτύρου στο χέρι του κι ένα λουλούδι. Δύο κεράσματα για τη μικρή Μελίνα. «Τελικά όπως δείχνουν όλα δε θα καταστραφεί ο κόσμος φέτος» της είπε γελώντας.

«Μάλλον αυτός ο κόσμος δε θα καταστραφεί ποτέ!» απάντησε η Μελίνα, αρπάζοντας το λουλούδι. 19 χρονών παρά κάτι.



(Το παραπάνω αποτελεί φυσικά προϊόν της διεστραμμένα φανερής ελπίδας μου πως γίνεται να επιβιώσεις και χωρίς. Αρκεί να κλείσεις λίγο την τηλεόραση και να στραφείς προς τους ανθρώπους σου. Συλλογικότητα είναι η λέξη που ψάχνεις.)

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Life is short. Life is "Precious"

" Κανείς δε μ'αγαπάει" "
" Κι όμως σ'αγαπάω εγώ"

" Σε παρακαλώ μη με αγαπάς.

Η αγάπη δεν έχει κάνει κανένα καλό για εμένα.

Η αγάπη με βίαζε, αυτή είναι η αγάπη."


Με δάκρυα στα μάτια, η υπέρβαρη μαύρη ηρωίδα, η Κλαρίς Τζόουνς, εξομολογείται στη δασκάλα που βρίσκεται απέναντι της τι σημαίνει η λέξη "αγάπη" για εκείνη. Λέξη άγνωστη στην ουσία της, γνωστή μόνο ως θεωρία, απο έναν πατέρα που εκδηλώνει την "αγάπη" βιάζοντας και αφήνοντας έγκυο την δεκαεξάχρονη κόρη του, και μια μητέρα που ασκεί καθημερινά σωματική και ψυχολογική βία στην ήδη κατεστραμένη "Μονάκριβη" όπως την αποκαλεί χαιδευτικά και μάλλον περισσότερο περιπαικτικά λόγω του μεσαίου της ονόματος.

Στα τελη της δεκαετίας του '80, στο Χάρλεμ, σε μια περιοχή γκέτο, και σε μια Αμερική που ακόμα προσπαθεί να συνηθίσει τους μαύρους κατοίκους της, η "Μονάκριβη" μεγαλώνει άρρωστα. Έχει ήδη στα
16 της χρόνια ένα παιδί απο τον πατέρα της, το οπόιο πάσχει απο σύνδρομο down, και βρίσκεται έγκυος για δεύτερη φορά. Η Κλαρίς Τζόουνς είναι η ενσάρκωση μιας ηρωίδας βασανισμένης απο την ενδοοικογενειακή βία, μα κυρίως απο τη μοίρα της που πλέκει ως το τέλος ένα λυπηρό κουβάρι, χαρίζοντας μόνο δεινά. Εκείνη απο την άλλη σαν έφηβη, ονειρεύεται μια στοργική οικογένεια, μια γοητευτική εικόνα στον καθρέφτη της, και γιατί όχι έναν τρυφερό σύντροφο;

Όλα μοιάζουν να βαδίζουν προς ένα αδιέξοδο, ίσως και σε μια στάσιμη πραγματικότητα αν δεν βρίσκονταν στο δρόμο της νεαρής έφηβης οι δασκάλες, που αποτελούν τον καταλυτικό παράγοντα για την εξέλιξη της ιστορίας. Έτσι ενω στην αρχή η Κλαρίς, μιλάει σε μια αργκό αφροαμερικάνικη, βρίσκεται να παρακολουθεί μαθήματα σε ενα πειραματικό σχολείο, με μια δασκάλα που της μαθαίνει να μιλάει, ακόμα και να γράφει εκθέσεις. Η εξέλιξη αυτή της παιδείας υπαγορεύει και μια επανάσταση για τη "Μονάκριβη" που αποφασίζει να το σκάσει απο τους γονείς-τύραννους. Αρκετά λιπαρά φαγητά με τη μητέρα αργότερα, και μερικά κρυφά διαβάσματα με τη δασκάλα -που εμφανίζεται ως σωτήρας -η Κλαρίς επιχειρεί να φύγει, να ζητήσει βοήθεια, και να διεκδικήσει τα δύο-πλέον- παιδιά της. Τίποτα ίσως, δε θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία της μετά τη φυγή. Φθάνει όμως σαν κερασάκι στην τούρτα με τα βάσανα η αποκάλυψη για την αρρώστια του AIDS που κυλάει στο αίμα της, και που προδιαγράφει ενα τέλος, αν όχι στο άμεσο, σίγουρα στο έμμεσο μέλλον. Λές και τα προβλήματα δεν ήταν ήδη αρκετά.

Οποιοσδήποτε μπορεί να υποστηρίξει πως ο χαρακτήρας της Κλαρίς αποτελεί καρικατούρα, και απέχει παρασάγκας απο την πραγματικότητα με όλα τα κοινωνικά προβλήματα που πλήττουν την Αμερική συγκεντρωμένα πάνω σε ένα πρόσωπο. Όπως και να έχει όμως, η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου "Push" του "Saphire" δε στερείται σε ωμότητα και ρεαλισμό. Ίσως κάποτε, και υπερβολικό ρεαλισμό, σε σημείο να αγγίζει τα όρια του ριάλιτυ σόου (ας μη ξεχνάμε πως συμμετοχή στην παραγωγή της ταινίας έχει η σιδηρά κυρία Oprah Winfrey, με το σκοτεινό οικογενειακό παρελθόν και την έμφυτη κλίση στο ριάλιτυ σόου).


Το "Precious" δε προσφέρει οπτικά εφέ, ούτε παραμυθένιο τέλος. Με εξαίρεση κάποιες στιγμές που προκαλούν το γέλιο, η ταινία κυλά σε φόντο μαύρο, για γερά στομάχια και γερά νεύρα. Πέρα απο το σενάριο που μοιάζει να ξεχειλώνει προς το τέλος μη προσφέροντας καμία έκπληξη, οι ερμηνείες είναι σαφώς εξαιρετικές και άξιες επαίνων και βραβείων. Τα γκέστ ονόματα όπως της Mariah Carey, και του Lenny Cravitz, είναι μάλιστα και αυτά άριστα δεμένα με το κάστ και το επίπεδο των υπόλοιπων συντελεστών, χωρίς να στερούνται ταλέντου. Μέσα σε όλα αυτά ενα τέλος χαρούμενο θα φαινόταν μάλλον εξαπάτηση απέναντι στο θεατή. Απο την άλλη όμως, η σκηνοθεσία καταφέρνει μια γλυκόπικρη αίσθηση στην τελευταία σκηνή. Ίσα για να φανταστεί κανείς την βασανισμένη "Μονάκριβη" ευτυχισμένη. Άλλωστε στο τέλος νικάει η φαντασία και όχι ο ρεαλισμός.