Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Ηλιοβασιλέματα


Θέλω να πω ναι. Θέλω να πω όχι. Θέλω να πω. Δεν κύλησε ούτε ένα δάκρυ. Αυτό θέλω να πω. Το βίασα πολύ για να τρέξει, κι αυτό δεν έκανε καμία βόλτα γύρω απ την ίριδα. Κρύφτηκε. Κρύβεται κι αυτό. Χτές το βράδυ βγήκα στην αυλή για να καπνίσω. Το ξέρεις μαμά, καπνίζω. Δε σε κάνω καθόλου υπερήφανη. Μαμά, δεν κοιμάμαι.
Είμαι έξω στον κήπο και καπνίζω.

Είναι ένα δέντρο απέναντι. Εγώ το έχω φυτέψει. Τα κλαδιά του με ξεπέρασαν πριν χρόνια.
Εγώ έμεινα σκέτος κορμός. Με ξεπέρασαν. Πνίγομαι. Αγχωμένες τζούρες κάτω απο το φεγγάρι. Ούτε φώς, ούτε κερί. Δε σκεφτόμουν τίποτα. Ίσως για αυτό αρνήθηκε και το δάκρυ να έρθει. Δεν το προσκάλεσα με καμία υπερβολική σκέψη. Δε νιώθω αδύναμη. Νιώθω απλός σκελετός, για αυτό με διώχνω.
Μαμά, μην ξυπνήσεις ακόμη.

Θα γίνεις καλά. Θα αναρρώσεις. Μη τα παίρνεις όλα τόσα βαριά. Σου αρέσουν τα δράματα ε; Τη βρίσκεις; Θέλω να πάρω το αυτοκίνητο να κάνω βόλτα. Και αν ξυπνήσει; Όχι. Άρνηση. Επιβράβευση της παράτολμης σκέψης με χαμόγελο. Αυτό ήταν μου πέρασε. Όλα περνάνε. Όλα. Το φεγγάρι κι αυτές οι μικρές κουκίδες γύρω του είναι που με κάνουν να υπερβάλλω.
Ο ήλιος είναι πάντα σύμμαχος. Μην ακούς τη λένε. Απ' όπου κι αν τα αντικρύζεις όλα τα ηλιοβασιλέματα ίδια είναι. Και οι ανατολές. Όλες ίδιες είναι.
Ασε με λίγο ακόμα όμως μαμά, να λατρέυω τη δύση.
Μην ξυπνήσεις σε παρακαλώ,
Μην ξυπνήσεις.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Οι αποχωρισμοί


Όταν δεν είμαι χαρούμενη γράφω. Με μανία και διάθεση. Και όχι ακριβώς για εμένα. Αυτό εγώ δεν το ήξερα. Το έμαθα σε αυτή εδώ την πόλη. Τις άλλες στιγμές πάλι, που είμαι σε ευτυχισμένη διέγερση τα ξεχνάω όλα. Μέχρι να έρθουν πάλι αυτές οι στιγμές που θα πρέπει να τα βάλω όλα κάτω για να παλέψω τον εαυτό μου. Τους αποχωρισμούς όμως θέλω να τους κάνω με τελετουργικό. Γραπτό και προφορικό. Γιατί δεν ξέρω τι είναι ακριβώς, αλλά τους καταλαβαίνω πάντοτε όταν έρχονται. Μπορεί να πιστεύεις κάτι, αλλά πάντοτε το έχεις σαν πιθανότητα. Μόνο όταν το βλέπεις με σάρκα και οστά αντιλαμβάνεσαι πως ναι, το ζούσες κι είναι αλήθεια. Μόνο τότε.

Δεν είχα γίνει ακόμα δεκαοχτώ χρονών. Φοβισμένη και δειλή. Φερμένη απο μια πατρίδα όπου τα νερά πηγαίνουν πάνω κάτω, κι είναι παντού. Κλεισμένη μετά σε ένα σπίτι με τοίχους παντού. Μου είχε κακοφανεί. Τις νύχτες κοιμόμουν με δυσκολία, και τις μέρες δεν εγκατέλειπα ποτέ τους τοίχους. Ίσως μια βόλτα στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Την έχω συνδέσει με πολύ μοναξιά εκείνη την περιοχή. Δεν ξέρω, όπως κάθε τι μεγάλο αργείς μάλλον πάντα να συνειδητοποιήσεις την αξία του. Και έτσι περνούσαν μέρες. Απο εκείνο το χρόνο θυμάμαι τις μοναχικές βόλτες στην πλατεία. Τα πρώτα ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Την ανάγκη. Και τον ουρανό που μου έλειπε πιο συχνά.

Πέρασε καιρός. Τα λεωφορεία και τα αμάξια στις λεωφόρους συνέχιζαν να με φοβίζουν. Κι ύστερα σαν μαγικό τα αγάπησα όλα. Μεγάλωσα. Και ήρθα και σε ντουβάρια που αγάπησα. Γίνεται άραγε να αγαπήσεις ντουβάρια; Εγώ δεν ξέρω τα αγάπησα πάντως. Έτσι απλά και ξαφνικά. Δεν θα πώ πως αγαπώ ακριβώς αυτή την πόλη, όσο τις αναμνήσεις της. Και δεν πρέπει να είναι αγάπη κάτι το τόσο ζωντανό. Αυτό είναι έρωτας. Με κτητικότητα. Με ανάγκη. Με επιθυμία. Δεν ξέρω επίσης αν είναι καλύτερα να μην επιχειρήσεις κάτι, απο το να αποτύχεις κάνοντας το. Και στις δύο περιπτώσεις χαμένος είσαι. Ίσως στην πρώτη με λιγότερες απώλειες, όσο και εμπειρίες.

Μεσημέρια. Απογεύματα. Πλατεία Ομονοίας, Συντάγματος, πλατεία Καρύτση, Μαβίλη και Κολοκοτρώνη. Βόλτες. Κουβέντες. Κι ύστερα τα βράδια τα υπέροχα. Με τη χρυσόσκονη. Θα μου λείψει πρώτα αυτή η υπέροχη αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας. Ταυτίστηκε και με την ευτυχία. Θα μου λείψει. Και όλοι όσοι μοιράστηκα μαζί τους αυτή την ελευθερία. Αυτοί κι αν θα μου λείψουν. Είναι μεγάλη πατρίδα αυτή η πόλη. Και ύστερα θυμάμαι κι άλλα μικρά και αυτονόητα. Τους μεγάλους περιπάτους στον Εθνικό κήπο με τους άγνωστους περαστικούς. Τα παγκάκια. Κι αυτά θα τα αλλάξουν έμαθα. Δε βαριέσαι, εγώ πάντα θα θυμάμαι την παλιά τους θέση. Την πρώτη φορά που ανακάλυψα την υπέροχη θέα της Ακρόπολης απο το στενό μου. Η διαδρομή στο τρόλει, γύρω απο τις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Το μαρμάρινο στάδιο. Οι επιγραφές. Οι ζητιάνοι με τα χαρτομάντηλα.

Εκείνη η καφετέρια στην Κολοκοτρώνη. Και η άλλη. Δεν ξέρω αν με πονάει περισσότερο που δεν θα ξαναπάω, όσο αν θα θυμάμαι επιστρέφοντας που ήταν ακριβώς. Άραγε θα καταφέρει να διατηρηθεί; Να μείνει στη θέση της για να την ξαναβρώ; Ή θα κάνει κύκλους; Κι εγώ θα κάνω κύκλους στίβοντας το μυαλό μου να θυμηθώ που ήταν ακριβώς. Μα όταν την βρώ σίγουρα θα θυμηθώ. Αν βέβαια υπάρχει ακόμα και δεν έχει γίνει "υλικά οικοδομών". Και τα βράδια σε μια άλλη πλατεία. Πλατεία μαζεμένη και ονειροπόλα. Την ξέρω σαν την παλάμη μου. Κι ας μην κοιτάω ποτέ νοσταλγικά την παλάμη μου, κι ας μην την κοιτάω καθόλου.

Το σπίτι μου, τα σπίτια σας. Το έδαφος, τα πλακόστρωτα. Το έτοιμο φαγητό. Τα κρεβάτια. Άραγε οι καινούργιοι ιδιοκτήτες θα καταφέρουν να φτιάξουν αναμνήσεις αντίστοιχες μέσα σε αυτά τα ντουβάρια; Ή θα αρκεστούν σε μια ζωή συμβατική με νερό, φαγητό και ύπνο; Θα κατεβάζουν τα στόρια όταν κοιμούνται; Θα ξέρουν ότι το θυροτηλέφωνο δεν λειτουργεί και το παρκέ τρίζει πότε πότε; Οι δικοί μου άνθρωποι τα ξέρουν όλα αυτά. Και λέω δικοί μου γιατί έτσι είναι. Κι ας το αποκαλύπτω σπάνια. Πώς να μην είσαι ευγνώμων σε αυτόν που σε διδάσκει; Ήρθα τουρίστας και φεύγω ερωτευμένη. Δεν ξέρω όμως σε τι κούτα να κλείσω όλες αυτές τις αναμνήσεις. Και αν θα μπορέσω ποτέ να την ανοίξω, κυριευμένη απο τη μανία μου να θυμηθώ, να φυλακίσω τον χρόνο. Τουλάχιστον θα έχω τον αποχωρισμό μου να λατρεύω.

Ξέρω, πως απόψε θέλω να κάνω μνημόνιο. Να φέρω όμορφα και εξηγημένα δάκρυα στα μάτια μου με κόπο. Να βάλω κάτω όλους τους λόγους μου και να τους αναλύσω. Έτσι μόνο θα φύγει απο πάνω μου η νοσταλγία. Με διαδικασίες τυπικές και στοχευμένες. Ξέρω, πως θα κλαίω σε όλη τη διαδρομή και κανένας δεν θα ξέρει το γιατί. Τουλάχιστον όχι, το γιατί ακριβώς. Δεν είναι αποχωρισμός αυτό εδώ. Είναι απλώς ένας αποχαιρετισμός. Μέχρι την επόμενη φορά που θα βρεθώ στα ίδια, μα όχι στα ίδια ακριβώς. Σήμερα το βράδυ θα ανέβω νύχτα στο στενάκι πλάι μου, και θα καπνίσω ένα τσιγάρο αγναντεύοντας τη θέα του φωτισμένου βράχου. Κι όσο για τη χαρά μου, αυτή θα την βρώ στην πορεία, κάπου εκεί στα "τρελά νερά". Δεν μπορεί, κάπου εκεί είναι, δεν είναι;

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Το καλό σερβίτσιο


Ποτέ δεν κατάλαβα τους ανθρώπους που φύλαγαν πράγματα. "Για μετά" μου έλεγαν. 'Αλλοι "Για περίπτωση ανάγκης". Δεν είχα καταφέρει ποτέ να φυλάξω το οτιδήποτε. Μάλλον γι αυτό μισούσα αυτή τη συνήθεια. Έπαιρνα τη σοκολάτα απο το ράφι, και δεν ησύχαζα αν δεν την έτρωγα όλη. Ούτε λόγος να βάλω στην άκρη ένα κομμάτι για την επόμενη λιγούρα. Θα τη φάς ολόκληρη. Κι αμα πεινάσεις μετά, να τιμωρηθείς με την αναμονή της επόμενης. Α όλα για όλα. Με τον εαυτό μου πάντα καλά τα είχαμε. Και με τις τιμωρίες. Και με τις αμαρτίες. Και με αυτές καλά.

Σήμερα θυμήθηκα όμως την παλιά βιτρίνα της μητέρας μου. Αυτή που είναι γεμάτη με φλιτζάνια και πιάτα που δεν έχουμε χρησιμοποιήσει ποτέ. Κάτι όμορφα κινέζικα και λεπτά φλιτζανάκια. Με λεπτά χείλη που δεν είναι φτιαγμένα για στόματα. Και κάτι κολωνάτα όμορφα ποτήρια απο φυσητό γυαλί. Πανέμορφα. Τα θαύμαζα με τις ώρες όταν ήμουν πιο μικρή. Πλέον απλώς τα προσπερνάω. Έστιψα το μυαλό μου όμως γιατί η μητέρα μου τα φυλάει εκεί, και σε περίοπτη θέση ενώ απαγορεύεται να τα αγγίξουμε. Δε βρήκα καμία εξήγηση.

Μέχρι που κοίταξα και τα δικά μου σερβίτσια. Τα ακριβά μου. Εκείνους τους ανθρώπους που έτσι και μου σπάσουν σε κομμάτια, θα καταστραφώ κι εγώ. Όχι επειδή θέλω να τους χρησιμοποιώ, αλλά να, θέλω να ξέρω πως υπάρχουν και να τους θαυμάζω έξω απο τη βιτρίνα τους. Δεν θέλω να τους χαρακώσω το πρόσωπο με γρατζουνιές. Δεν θέλω καν να τους κάνω δαχτυλιές. Θέλω να είναι ήρεμοι, ακίνητοι και να τους αγαπώ. Θέλω να τους αιχμαλωτίσω για πάντα, και να τους εκθέτω σε θέση περίοπτη, για να ξέρουν όλοι πως αυτοί είναι η περιουσία μου. Όσα ποτήρια κι αν περάσουν απο τα χέρια μου λοιπόν, πλαστικά ή ψεύτικα γυάλινα φθαρτά, πάντοτε εσυ θα είσαι το καλό μου το σερβίτσιο.