Τη θυμάμαι εκείνη τη νύχτα.
Ήμουν μόλις 19 και εσύ 21.
Μας χώριζαν δυό χρόνια
κι ενας αιώνας.
Τη θυμάμαι εκείνη τη νύχτα με τη βροχή.
Κάπνιζες καρέλια
κι η στάχτη γινόταν λάσπη.
Κάτω στα πόδια σου,
και στα δικά μου,
με τα ανοιχτά παπούτσια.
Τα δαχτυλά μου είχαν πάρει
το χρώμα της στάχτης.
Και τα μαλλιά μου έγλυφαν το πρόσωπο.
Δε με ένοιαζε.
Τα έβλεπα όλα σαν υγρό όνειρο.
Θυμάμαι τα βλέφαρα,
τα νύχια σου που έγδερναν τη σάρκα μου.
Θυμάμαι τις ανάσες. Όλες μια προς μία.
Και ύστερα θυμάμαι την ενοχή.
Είχε μεγάλη αταξία αυτή η νύχτα.
Να μουσκεύομαι απ τη βροχή '
και τα χείλη σου.
Να σε μουσκεύω και να θέλω κι άλλο.
Θυμάμαι τη λαιμαργία και τον πόθο.
Τις γρατσουνιές και τις ρωγμές
κάτω απ το υπόστεγο.
Ύστερα θυμάμαι τη σιωπή.
Ακουγόταν μόνο μια γάτα που ούρλιαζε.
Δε χαμογέλαγε κανείς.
Κάπνιζες ακόμα
κι εγώ έγνεφα στη σκεπή.
Να με ακούσει η μπόρα και να κοπάσει.
Μίλαγε η αστραπή και
απαντούσαν τα κεραμίδια.
Θυμάμαι τη μυρωδιά της υγρής πλάκας.
Μύριζε μολύβι, σαν αυτά που φύλαγες
μες στα τετράδια.
Γιατί έχεις πάντα ενα μολύβι
μέσα σε κάθε τετράδιο;
Σε είχα ρωτήσει.
Για να χουν παρέα, μου απάντησες,
κι εγω δε ρώτησα άλλα.
Τη μορφή σου δεν την θυμάμαι.
Χάθηκε πίσω απ τη μνήμη της φωνής σου.
Άδικος ο νους κι αδικημένος.
Να θυμάται πάντα τα ανείπωτα
και να ξεχνά τα λόγια.
Μια μέρα μου έμεινε μονάχα
να θυμάμαι ολόκληρη.
Με τις ώρες και τα λεπτά της,
τους αιώνες που περνούσαν
σα δευτερόλεπτα,
και τις ανάσες μας που γυρνούσαν
πάλι στα κανονικά τους.
Εισπνοή και εκπνοή.
Πάντα έτσι ήταν.
Ένα διάλλειμα ήταν ο έρωτας
στο μονότονο ρυθμό των πνευμόνων μας.
Τα στόματα μας έκλεισαν ξανά.
Κόπασε κι η βροχή και φύγαμε απ το υπόστεγο.
Δεν χρειαζόταν να κρυβόμαστε.
Σώπασε και η γάτα.
Και έγινα εγώ 21 και εσύ έμεινες 21.
Μα δεν συναντηθήκαμε ποτέ
γιατί μας χωρίζε ο αιώνας.
Άραγε εσυ θυμάσαι λίγη απο τη μυρωδιά μου;
Σου έμεινε στη μύτη ενας παλμός
αντίστοιχος της λάμψης των αστεριών;
Ή μήπως συνέχισες να καπνίζεις
απο την κασετίνα σου;
Ποτέ δε θα το μάθω,
κι αυτή είναι η μαγική μου μνήμη.
Η ασάφεια που έντυσε
τις λέξεις και το κορμί σου.
Η μικρή αδιόρατη στιγμή
που ένιωσα να σ'έχω.
Άτιμο πράγμα η μνήμη.
Σε καταδικάζει σε αιώνια αμφιβολία
του παρόντος.
Μα αυτό καλέ μου, με κάνει αθάνατη.
Ήμουν μόλις 19 και εσύ 21.
Μας χώριζαν δυό χρόνια
κι ενας αιώνας.
Τη θυμάμαι εκείνη τη νύχτα με τη βροχή.
Κάπνιζες καρέλια
κι η στάχτη γινόταν λάσπη.
Κάτω στα πόδια σου,
και στα δικά μου,
με τα ανοιχτά παπούτσια.
Τα δαχτυλά μου είχαν πάρει
το χρώμα της στάχτης.
Και τα μαλλιά μου έγλυφαν το πρόσωπο.
Δε με ένοιαζε.
Τα έβλεπα όλα σαν υγρό όνειρο.
Θυμάμαι τα βλέφαρα,
τα νύχια σου που έγδερναν τη σάρκα μου.
Θυμάμαι τις ανάσες. Όλες μια προς μία.
Και ύστερα θυμάμαι την ενοχή.
Είχε μεγάλη αταξία αυτή η νύχτα.
Να μουσκεύομαι απ τη βροχή '
και τα χείλη σου.
Να σε μουσκεύω και να θέλω κι άλλο.
Θυμάμαι τη λαιμαργία και τον πόθο.
Τις γρατσουνιές και τις ρωγμές
κάτω απ το υπόστεγο.
Ύστερα θυμάμαι τη σιωπή.
Ακουγόταν μόνο μια γάτα που ούρλιαζε.
Δε χαμογέλαγε κανείς.
Κάπνιζες ακόμα
κι εγώ έγνεφα στη σκεπή.
Να με ακούσει η μπόρα και να κοπάσει.
Μίλαγε η αστραπή και
απαντούσαν τα κεραμίδια.
Θυμάμαι τη μυρωδιά της υγρής πλάκας.
Μύριζε μολύβι, σαν αυτά που φύλαγες
μες στα τετράδια.
Γιατί έχεις πάντα ενα μολύβι
μέσα σε κάθε τετράδιο;
Σε είχα ρωτήσει.
Για να χουν παρέα, μου απάντησες,
κι εγω δε ρώτησα άλλα.
Τη μορφή σου δεν την θυμάμαι.
Χάθηκε πίσω απ τη μνήμη της φωνής σου.
Άδικος ο νους κι αδικημένος.
Να θυμάται πάντα τα ανείπωτα
και να ξεχνά τα λόγια.
Μια μέρα μου έμεινε μονάχα
να θυμάμαι ολόκληρη.
Με τις ώρες και τα λεπτά της,
τους αιώνες που περνούσαν
σα δευτερόλεπτα,
και τις ανάσες μας που γυρνούσαν
πάλι στα κανονικά τους.
Εισπνοή και εκπνοή.
Πάντα έτσι ήταν.
Ένα διάλλειμα ήταν ο έρωτας
στο μονότονο ρυθμό των πνευμόνων μας.
Τα στόματα μας έκλεισαν ξανά.
Κόπασε κι η βροχή και φύγαμε απ το υπόστεγο.
Δεν χρειαζόταν να κρυβόμαστε.
Σώπασε και η γάτα.
Και έγινα εγώ 21 και εσύ έμεινες 21.
Μα δεν συναντηθήκαμε ποτέ
γιατί μας χωρίζε ο αιώνας.
Άραγε εσυ θυμάσαι λίγη απο τη μυρωδιά μου;
Σου έμεινε στη μύτη ενας παλμός
αντίστοιχος της λάμψης των αστεριών;
Ή μήπως συνέχισες να καπνίζεις
απο την κασετίνα σου;
Ποτέ δε θα το μάθω,
κι αυτή είναι η μαγική μου μνήμη.
Η ασάφεια που έντυσε
τις λέξεις και το κορμί σου.
Η μικρή αδιόρατη στιγμή
που ένιωσα να σ'έχω.
Άτιμο πράγμα η μνήμη.
Σε καταδικάζει σε αιώνια αμφιβολία
του παρόντος.
Μα αυτό καλέ μου, με κάνει αθάνατη.