Θυμάμαι μια πολύ συγκεκριμένη σκηνή. Οτί ήμασταν λέει δίπλα σε ένα οργισμένο ελαφρά ποτάμι, δίπλα ακριβώς. Πάνω σε δύο βραχάκια, ή ψέμματα. Εγώ ήμουν στο βραχάκι, κι εσύ λίγο πιο δίπλα. Πέτρες δεν είχε; Δεν Θυμάμαι. Δίπλα. Ίσως πάλι να τα φαντάστηκα όλα αυτά ή να τα βγάζω απο το μυαλό μου. Μια εκκλησία; Καμπάνα; Και μια πηγή δίπλα. Όχι είμαι σίγουρη. Δεν τα έχω βγάλει απο το μυαλό μου όλα αυτά. Αυτό ήταν το τοπίο. Ίσως, λίγο περισσότερο πραγματικό απ την πραγματικότητα μας. Υπήρχε κι ενα ηλιοβασίλεμα αλλά γι αυτό ας αμφιβάλλω λίγο ακόμα.
Χέρια και ανάσες. Αυτά μου μένουν πάντα. Μπορεί να ξεχνάω επίμονα ολά τα άλλα χαρακτηριστικά, τα χέρια όμως ποτέ. Γιατί τυπώνονται τόσο έντονα; Κρατάνε. Έχεις κρατήσει την ομπρέλα μου. Κράτησε τη. Είναι μεγάλη και προστατευτική. Θα σου χρειαστεί. Δεν χρησιμοποιείς; Λυπάμαι. Εγώ πάντως να θυμάσαι ότι στη χάρισα. Δεν θέλω να την κρατάω πιά. Συνήθισα να βρέχομαι. Συνηθίσαμε. Να μην κρατάμε χέρια, ακόμα κι όταν βρέχει. Δεν την είχα χρησιμοποιήσει ούτε εκείνη τη μέρα την ομπρέλα αυτή. Δε με ένοιαζε. Είχα αφεθεί πλήρως στα χέρια σου. Κι εσύ κάτι έγραφες σε ενα χαρτί στο κομοδίνο, κι έσκυψα να σε φιλήσω, μήπως πρόλαβα να σηκωθώ; Εκεί έμεινα.
Μου αρέσει η νύχτα. Τα βράδια. Γιατί εκεί μπορώ να κρύβομαι πιο εύκολα. Ξυπνάω τα βράδια εγώ, δεν θέλω να ζω στη μέρα και να μου φαίνονται όλα αληθινά. Μου αρέσουν τα ψέμματα. Βασικά, μου αρέσουν οι αλήθειες μέσα στα ψέμματα. Αυτές ψάχνω. Να είναι το φεγγάρι παρανυχίδα και να το λέω πανσέληνο. Αυτό ψάχνω. Ίσως πάλι να μου αρέσουν τα βράδια γιατί εκεί μπορώ να ονειρεύομαι ανενόχλητα, χωρίς να στοιχίζει σε κανέναν. Ησυχία, θέλω να κοιμηθώ τώρα, αυτό μου έμεινε...
"Αλλά τα βράδια, τι όμορφα που μυρίζει η γή. Τι όμορφα! Τι όμορφα, που μυρίζει η γή...
Δως μου το χέρι σου...Δως μου το χέρι σου!"
(Θεσσαλονίκη, Δον Κιχώτης 2010. Με ένα τσιγάρο στη μπάρα,
στη γνωστή μας τη θέση.)
στη γνωστή μας τη θέση.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου