Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010
Απάνθισμα
Κάποιος μου ζήτησε να περιγράψω τη ζωή μου. Και εγώ δεν ήξερα τι να πώ. Είναι υπέροχη απο όλες τις απόψεις, μα και τόσο συνηθισμένα βατή, σχεδόν ανούσια. Μεγάλο ψέμμα, έπρεπε προφανώς να δηλώσω απλώς ευτυχισμένη. Θα ήμουν αχάριστη αν δήλωνα οτιδήποτε λιγότερο.
Τελικά, μετά απο λίγα λεπτά, αφου δε δήλωσα τίποτα, απλώς χαμογέλασα και ξεστόμισα πως η ζωή μου μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερη, είναι όμως άσωτη. Για να ταιριάζει με την εποχή και τους ανθρώπους της.
Έχουν εκλείψει τα πάντα απο το κεφάλι μου. Ξυπνάω το πρωί, χαζεύω τους γονείς μου σαν αγνώστους, με τους φίλους μου αρκούμαι μόνο σε μεθύσια, κοιμάμαι, τρώω, διαβάζω, όλα μηχανικά και όλα επιτηδευμένα. Και λαχταρώ τις περιόδους που τα μεγάλα σόκ που έρχονταν στη ζωή μου, με ξάφνιαζαν. Παρόλα αυτά με έκαναν να νιώθω τόσο ζωντανή και τόσο έτοιμη να πεθάνω, εκεί πάνω στο δευτερόλεπτο. Αδυνατώ ακόμα και να περιγράψω το οτιδήποτε. Ό,τι συμβαίνει, όσο συγκλονιστικό, όσο μεγάλο και ανθρώπινο, είναι απλώς κενό. Άδειο απο συναίσθημα. Όλα αυτά ημέρα Δευτέρα. Και μάλιστα Καθαρή.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Όπως πάντα, χωρίς ουσιαστικό προορισμό, μα με ενα τραγούδι στα αυτιά αγαπημένο. Το πετυχαίνω τυχαία στο ραδιόφωνο και με κάνει να σκάσω ενα μικρό χαμόγελο καθώς στρίβω στη γέφυρα. Αχ αυτή η πόλη. Βρήκα χώρο για ενα μικρό αναστεναγμό. Αλήθεια, αυτό ήταν ενα μικρό συναίσθημα. Αυτή η πόλη είναι τόσο όμορφη, όσο και μελαγχολική. Πάντα ερωτευμένη και ενθουσιώδης. Μου θυμίζει τον εαυτό μου, έχω υπάρξει κι εγώ έτσι. Τραγικά πλανεμένη. Μέχρι που γνώρισα τη ζωή, την αληθινή, που δεν έχει χώρο για μικρούς αναστεναγμούς και τραντάγματα. Φυσικά ούτε λόγος για τους μεγάλους.
Έχω μπροστά μου ενα μικρό βουνό του νοσοκομείου ξανά, και αντί να στεναχωριέμαι, βλέπω κι αυτό σαν αφορμή για λίγο συναίσθημα. Έχω φτάσει στο σημείο να περιμένω το κακό για να ρουφήξω λίγο δάκρυ. Δεν μπόρεσα να κλάψω ούτε στο μνήμα. Κάθισα απέναντι στο παγκάκι, κάπνισα ένα τσιγάρο, όχι επειδή ήθελα, έτσι για να περάσει η ώρα, ακούμπησα τη γλάστρα ευλαβικά στα πόδια της, έφτιαξα τα λουλούδια στο βάζο. Όλα συνηθισμένα. Ακόμα και όταν έφερα το νου μου στη μητέρα. Ούτε τότε, τίποτα.
Ώσπου η απόλυτη ησυχία διακόπηκε απο ενα μοιρολόι.
Μια μαυροφορεμένη καθισμένη σε ενα διπλανό μνήμα,
ψελλίζοντας μελωδικά λόγια
Παληκάρι μου/ψυχή μου,
που έφυγες/ και μ'αφησες
και πώς θα ζήσω/πώς να ζήσω
έφυγες κι άφησες δύο ορφανά/
ρίχνε καμία ματιά/
απο εκει ψηλά/
αγάπη μου/αγάπη μου.
Κοκάλωσα. Θέε μου κάτι άνθισε μέσα μου.
Μα δεν έκανα βήμα. Ίσως μέσα μου να ήθελα να πάω να την αγκαλιάσω, μα τα πόδια μου είχαν μείνει στο έδαφος κολλημένα.
Και τότε έγινε. Μπήκα πίσω στο αυτοκίνητο και έκλαψα σε ολόκληρη τη διαδρομή για το σπίτι. Για το Γιάννη, που δεν τον είχα δει ποτέ μου.
Μετά βέβαια επανήλθα πάλι στην ύπνωση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου