Πάντοτε όταν μπαίνεις είσαι νηφάλια. Και ακάλεστη. Χαμογελάς και αφήνεσαι σε ένα παράξενο και φαντασιακό κόσμο. Το 23 είναι γεμάτο υποσχέσεις, πάντοτε ανοιχτό, χωρίς κλειδιά στην πόρτα του. Και με ιδιοκτήτη σεβαστικό, που σου ταιριάζει, και σου ανοίγει μια χαραμάδα, ίσα να σε δει για να σ'αφήσει να μπεις στον κόσμο του. Γεμάτο φαντάσματα αυτό το σπίτι. Ο ίδιος ο σπιτονοικοκύρης κουβαλάει πάνω του κι απο δύο. Ένα μπροστά του, και ένα κρεμασμένο στην πλάτη του, που τον τραβάει κάτω σαν μωρό που καβαλάει με λαχτάρα τους γονείς του. Τα βλέπεις, μα δεν του λές τίποτα. Δεν θέλεις να σε περάσει για τρελή. Αν και εκείνος έχει πλήρη επίγνωση. Ώρες-ώρες τον βλέπεις να αγανακτεί με αυτό το φάντασμα του κολλημένου στον ώμο του μωρού, κι άλλες να χάνεται στα παιχνίδια μαζί του. Μα πάλι δεν λές τίποτα. Σε παρασύρει μια επικίνδυνη κι αλλιώτικη σαγήνη, απο τους τοίχους, τις αφίσες και τα βιβλία, που μοιάζει με οργασμό. Ακόμα νηφάλια.
Το 23 είναι παράξενο. Σαν να σε ρουφάει. Σου προσφέρουν κρασί, ενίοτε καφέ. Καφέ δεν πίνεις, στο κρασί έχεις μια ιδιαίτερη αδυναμία, πώς να αρνηθείς; Όλα τριγύρω σου είναι τακτικά, μα και συγχρόνως σκορπισμένα. Είναι η εξαιρετική αυτή ιδιότητα του σπιτονοικοκύρη να τακτοποιεί τα πάντα χωρίς ποτέ να φαίνονται στημένα. Το απολαμβάνεις αυτό, σου αρέσουν οι άνθρωποι που δείχνουν μα δεν δείχνονται. Μεθάς λιγάκι. Το σηκώνει άλλωστε το κλίμα.
Μα ξέχασα. Δεν είσαι μόνη! Προς Θεού, εκτος απο τα φαντάσματα που τα βλέπεις μόνο εσύ (ενίοτε και ο ιδιοκτήτης) τρίβεσαι καθημερινά με γνωστούς σου αγνώστους. Έχουν κι εκείνοι μια μαγευτική ιδιότητα. Σου μοιάζουν. Έχουν κάτι απο την απόκρυφη σου τρέλα. Μα εδώ αυτή η κρυμμένη, χρόνια παράνοια, είναι αποδεκτή. Το καταλαβαίνεις αφού πιείς και το δεύτερο ποτήρι κρύο κρασί. Στην κουζίνα το άδειο ψυγείο πάντα σε κάνει να απορείς. Ζει κανένας εδώ; Αλήθεια ζει; Πηγαίνεις προς την κρεβατοκάμαρα. (Οι εθελούσιες ανούσιες βόλτες είναι κι αυτές αποδεκτές εδώ) Ζαλίζεσαι λίγο και ξαπλώνεις στο κρεβάτι. Και τότε καταλαβαίνεις πως ναι κάποιος ζει εδώ. Γιατί βλέπεις πάνω σε αυτό το κρεβάτι όνειρα απο ύπνους, ενος μυαλού δύσκολου μα όχι δύστροφου. Και απορείς: Είναι η μέθη απο το κρασί ή απο αυτά που νιώθεις; Τον ιδιοκτήτη θα μπορούσες να τον έχεις πατέρα, αδερφό, φίλο και εραστή ή όλα αυτά μαζί, και δεν τον έχεις τίποτα. Κλείνεις τα μάτια σου τη στιγμή που νιώθεις δίπλα σου μια παρουσία...Παρασύρεσαι. Παίξε, τώρα.
Ποτέ όταν βγαίνεις δεν είσαι νηφάλια. Επιδιώκεις αυτή σου τη μέθη με ενα τρόπο απελπισμένο. Σαν να ψάχνεις μια αφορμή, και βρίσκεις το απόλυτο άλλοθι. Βιβλία, ταινίες, φιλιά, δολοφονίες. Συναυλία.
Στο 64 δεν κοιμάσαι. Μόνο ξυπνάς. Θυμάσαι τον εαυτό σου να κοιτάζεται στον καθρέφτη του μπάνιου, να περπατάς ξυπόλητη και να αφήνεσαι σε χάδια. Άλλο ενα ποτό, λίγο ακόμα να πιείς. Είναι ήσυχο. Μα κάνει κρύο. Δεν ξέρεις αν μπορεί ποτέ να ζεσταθεί, έχει κι αυτό κάποια φαντάσματα μα είναι καλά κρυμένα μέσα στις ντουλάπες, δεν σου ορμάνε με το που ανοίγεις την πόρτα. Αφήνεις τα ρούχα σου πεταμένα δίπλα στο κρεβάτι. Και μόνο ξυπνάς. Κάθε ένα λεπτό ξυπνάς. Και λαχταράς. Τι, αλήθεια; Το ξέρεις δα πόσο θαυμάζεις εκείνους που μελετάς και φεύγεις απο το κρύο φορώντας πάλι τα ίδια σου τα ρούχα. Ξεκινάς για να γυρίσεις πίσω. Και μόλις κλείνεις την πόρτα του 64 βλέπεις επάνω της μια κλειδαριά που σφραγίζει μόλις αφήνεις το πόμολο. Και τρέχεις στο 23, μα δεν θέλεις άλλη μέθη. Είναι αργά άλλωστε δεν το σηκώνει το κλίμα ούτε ο καιρός. Κλειδιά εδώ δεν υπάρχουν, ούτε σφαλιστές κλειδαριές, είναι όλα ανοιχτά. Και εσύ πολύ μικρή για τα μεγάλα.
-Τρομάζεις ποιητή μου;
-Ονειρέψου με, διάολε,
και σου χαιδεύει αθόρυβα τα μαλλιά___
Το 23 είναι παράξενο. Σαν να σε ρουφάει. Σου προσφέρουν κρασί, ενίοτε καφέ. Καφέ δεν πίνεις, στο κρασί έχεις μια ιδιαίτερη αδυναμία, πώς να αρνηθείς; Όλα τριγύρω σου είναι τακτικά, μα και συγχρόνως σκορπισμένα. Είναι η εξαιρετική αυτή ιδιότητα του σπιτονοικοκύρη να τακτοποιεί τα πάντα χωρίς ποτέ να φαίνονται στημένα. Το απολαμβάνεις αυτό, σου αρέσουν οι άνθρωποι που δείχνουν μα δεν δείχνονται. Μεθάς λιγάκι. Το σηκώνει άλλωστε το κλίμα.
Μα ξέχασα. Δεν είσαι μόνη! Προς Θεού, εκτος απο τα φαντάσματα που τα βλέπεις μόνο εσύ (ενίοτε και ο ιδιοκτήτης) τρίβεσαι καθημερινά με γνωστούς σου αγνώστους. Έχουν κι εκείνοι μια μαγευτική ιδιότητα. Σου μοιάζουν. Έχουν κάτι απο την απόκρυφη σου τρέλα. Μα εδώ αυτή η κρυμμένη, χρόνια παράνοια, είναι αποδεκτή. Το καταλαβαίνεις αφού πιείς και το δεύτερο ποτήρι κρύο κρασί. Στην κουζίνα το άδειο ψυγείο πάντα σε κάνει να απορείς. Ζει κανένας εδώ; Αλήθεια ζει; Πηγαίνεις προς την κρεβατοκάμαρα. (Οι εθελούσιες ανούσιες βόλτες είναι κι αυτές αποδεκτές εδώ) Ζαλίζεσαι λίγο και ξαπλώνεις στο κρεβάτι. Και τότε καταλαβαίνεις πως ναι κάποιος ζει εδώ. Γιατί βλέπεις πάνω σε αυτό το κρεβάτι όνειρα απο ύπνους, ενος μυαλού δύσκολου μα όχι δύστροφου. Και απορείς: Είναι η μέθη απο το κρασί ή απο αυτά που νιώθεις; Τον ιδιοκτήτη θα μπορούσες να τον έχεις πατέρα, αδερφό, φίλο και εραστή ή όλα αυτά μαζί, και δεν τον έχεις τίποτα. Κλείνεις τα μάτια σου τη στιγμή που νιώθεις δίπλα σου μια παρουσία...Παρασύρεσαι. Παίξε, τώρα.
Ποτέ όταν βγαίνεις δεν είσαι νηφάλια. Επιδιώκεις αυτή σου τη μέθη με ενα τρόπο απελπισμένο. Σαν να ψάχνεις μια αφορμή, και βρίσκεις το απόλυτο άλλοθι. Βιβλία, ταινίες, φιλιά, δολοφονίες. Συναυλία.
Στο 64 δεν κοιμάσαι. Μόνο ξυπνάς. Θυμάσαι τον εαυτό σου να κοιτάζεται στον καθρέφτη του μπάνιου, να περπατάς ξυπόλητη και να αφήνεσαι σε χάδια. Άλλο ενα ποτό, λίγο ακόμα να πιείς. Είναι ήσυχο. Μα κάνει κρύο. Δεν ξέρεις αν μπορεί ποτέ να ζεσταθεί, έχει κι αυτό κάποια φαντάσματα μα είναι καλά κρυμένα μέσα στις ντουλάπες, δεν σου ορμάνε με το που ανοίγεις την πόρτα. Αφήνεις τα ρούχα σου πεταμένα δίπλα στο κρεβάτι. Και μόνο ξυπνάς. Κάθε ένα λεπτό ξυπνάς. Και λαχταράς. Τι, αλήθεια; Το ξέρεις δα πόσο θαυμάζεις εκείνους που μελετάς και φεύγεις απο το κρύο φορώντας πάλι τα ίδια σου τα ρούχα. Ξεκινάς για να γυρίσεις πίσω. Και μόλις κλείνεις την πόρτα του 64 βλέπεις επάνω της μια κλειδαριά που σφραγίζει μόλις αφήνεις το πόμολο. Και τρέχεις στο 23, μα δεν θέλεις άλλη μέθη. Είναι αργά άλλωστε δεν το σηκώνει το κλίμα ούτε ο καιρός. Κλειδιά εδώ δεν υπάρχουν, ούτε σφαλιστές κλειδαριές, είναι όλα ανοιχτά. Και εσύ πολύ μικρή για τα μεγάλα.
-Τρομάζεις ποιητή μου;
-Ονειρέψου με, διάολε,
και σου χαιδεύει αθόρυβα τα μαλλιά___
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου