Τα χρόνια της αθωότητας. Έτσι λένε κάποιοι το παρελθόν τους, χωρίς να αναρωτιούνται αν όντως ήταν αθώοι, αν υπήρξαν ποτέ ως αθώοι. Και αν τους ξαναρωτήσεις, θα σου πουν πάλι πως θέλουν να επιστρέψουν σε αυτό το νεφελώδες. Τι παράνοια! Η επιθυμία μιας ευτυχίας, που θυμούνται αμυδρά, και η παραίτηση απο το τώρα και το σήμερα, απο το ένοχο παρόν. Κι όμως η Νίνα υπήρξε ευτυχισμένη. Κάποτε, εκεί στο παρελθόν. Είναι απίστευτη η δύναμη που έχει η ευτυχία. Νομίζεις, τότε πάνω στην έξαρση της και τον οργασμό, πως θα παραμείνουν όλα για πάντα έτσι. Και εκείνη ήταν τόσο αθώα, που το είχε πιστέψει πραγματικά. Ίσως ήταν ο τρόπος μιας ανώτερης δύναμης να της πει, πως έπρεπε να ρουφήξει κάθε στιγμή, πριν έρθει το ένοχο μέλλον, να ζήσει με όλες της τις δυνάμεις. Αλλά και πάλι, όταν κοιτούσε γύρω της χαμογελούσε πάντα. Και όλα είχαν πάντοτε τη μορφή της παιδικής της κούκλας που χαμογελούσε, και τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου χαλβά που έψηνε η μητέρα της στο μικρό τηγάνι. Δύο μπουκιές φαί. Για εκείνη και την αδερφή της. Ζούσε κι εκείνη σε αυτό το παρελθόν της αθωότητας, μέσα στον όμορφο κύκλο. Έπαιρναν απο ένα μικρό κουτάλι και καθάριζαν χωρίς ντροπές, ολόκληρο το τηγανάκι. Και η μάνα τους τους φώναζε που ήταν ανυπόμονες. Και εκείνες γελούσαν δυνατά. Μάλωναν για το ποιά μεριά θα έπαιρναν, και έκαιγαν δάχτυλα και γλώσσες στην προσπάθεια τους να αποδείξουν πως μπορούν να πάνε κόντρα στις φωνές της μητέρας. Η αλήθεια είναι πως ήταν πράγματι αθώες! Με κάποιο τρόπο ήταν γραμμένο αυτό να μην αλλάξει ποτέ. Ήταν γραφτό. Και δεν πήγαιναν ποτέ κόντρα σε αυτή τη δύναμη... Ακόμα και αν δεν πίστευαν στο γραμένο, παρα μονάχα στα παιχνίδια με τις κούκλες, τα μικρά κοριτσάκια που είχαν αρματωμένα πάνω στο ράφι του γραφείου τους, και στα ανέμελα παιχνίδια στην ταράτσα του σπιτιού. Τότε, που έπιαναν το λάστιχο και έβρεχαν η μια την άλλη με τις ώρες, χωρίς να χορταίνουν. Τις μεθούσε μια δύναμη αλλιώτικη. Και πάλι η μητέρα τους φώναζε. Η αλήθεια ήταν πως και εκείνη, πρώτα χαμογελούσε και μετά φορούσε τη μάσκα της αυστηρής. Δεν ήθελε να φαίνεται πως αγαπούσε κι εκείνη τα παιχνίδια τους. Γιατί αυτή δεν ήταν αθώα... Και ρουφούσε τις μικρές αυτές στιγμές, τα άδοξα σαχλαμαρίσματα, και τις ανεπαίσθητες κινήσεις. Και τότε, σαν απο μαγικό, γινόταν κι εκείνη πάλι αθώα. Ως τη στιγμή, που θα έπαιρνε το αυστηρό της ύφος, και θα έλεγε τη συνηθισμένη φράση της "δεν θα μεγαλώσετε ποτέ εσείς" σαν να ήξερε, λες και ήξερε... Όλα όμως έπαιρναν άλλη μορφή τη νύχτα. Τις νύχτες. Όταν εξαντλώντας όλη την αυστηράδα της, πλησίαζε τα κορίτσια, ξαπλωμένα στα κρεβάτια τους. Και τότε, παράξενη συνήθεια, έβαζε τα δάχτυλα της βαθιά στο πλάι του κρεβατιού και έσπρωχνε απαλά μέσα το πάπλωμα, μέχρι να το φυλακίσει εντελώς εκεί. Να μην κρυώνει, να μην κρυώνουν. Και τις κοιτούσε με τις ώρες. Δεν ήξερε αν την έβλεπαν, μα και να την έβλεπαν δεν την ένοιαζε εκείνη τη μοναδική στιγμή. Ήταν ολόκληρη μέσα στη φούσκα της ευτυχίας. Γιατί φούσκα είναι η ευτυχία. Και μάλιστα εύθραυστη. Σπάει με το παραμικρό και εκρύγνηται. Μπάμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου