Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Ακόμα βροχή

The fountain soundtrack-Tree of life(κλικ)



Κάθε ήχο σου τον άκουγα, είχα αυτή την δυνατότητα,
και την κραυγή και τη σιωπή σου, τον πιο βαθύ λυγμό σου,
και το ουρλιαχτό σου.
Μιλούσες σχεδόν αθόρυβα τις νύχτες, εκεί στο φώς,
κάτω απο τις λάμπες και τα κεριά που ανάβαμε,
κι εγώ σε άκουγα.
Έμοιαζες με ψαλμό στο ημίφως, έμοιαζες λίγο και με Θεό.
Μα οι Θεοί, καλέ μου δεν προσκυνούν,
περιμένουν τις ικεσίες υπομονετικά,
δεν σκύβουν και δεν λυγίζουν.
Προσπαθούσα να σε φέρω στα αδύναμα χέρια μου,
να ανεβείς μαζί τους και να πετάξεις,
ξέρεις, φτερά ήταν τα χέρια μου πάντα.
Κι ας μην τα έψαξες ποτέ.
Σε θυμάμαι να μεθάς κάτω απο τις κερασίες,
μόνο με ουρανό και φιλιά,
τα χείλη μου πάντοτε δρόσιζαν τη στερεμένη πηγή σου,
και το σώμα μου,
κουνιόταν σαν τα φύλλα και τα κλαδιά,
πάνω απο το κεφάλι μας, το κεφάλι σου.
Να μη σου λείψει τίποτα.
Μέθη και ήττα η αγάπη. Και χάσαμε,
πριν προλάβουμε να νικηθούμε αγάπη μου.
Πρίν προλάβουμε, να αρχίσουμε τη μάχη,
χάσαμε και μείναμε με τα όπλα στο χέρι,
να κοιτάμε τον εχθρό,
να κοιτάμε ο ένας τον άλλο.
Δεν είμαστε δέντρα, για να μείνουμε ακίνητοι,
δεν είμαστε κλαδιά για να κουνιόμαστε με τον αγέρα,
είμαστε δυό πουλιά, αγάπη μου,
που σκίζουν τον αιθέρα,
που ψάχνουν για φωλιά και κρίνα.
Μα ο ουρανός δεν μας αντέχει, δεν αντέχουμε κι εμεις,
είναι ο καιρός κρύος, και βρέχει σταγόνες παγωμένες,
πέφτουν στα καυτά κορμιά μας,
και μουσκεύουν τα φτερά μας, πουλί μου,
και δεν μπορούμε να πετάξουμε,
και δεν μπορούμε να κρυφτούμε.
Ίσως, κάτω απο κάποιο πρεβάζι,
ή στον κορμό ενος μεγάλου πλατάνου, ίσως αγάπη μου,
εκεί να μπορώ να μείνω, εκεί, μονάχη.
Και να κοιτάζω τη βροχή σα δίνη, μπροστά μου,
να δω πότε και αν θα φανείς, να δω μήπως με ξέχασες ή με θυμάσαι.
Και να αποκοιμηθώ δίπλα στο βρεγμένο ξύλο,
για να περιμένω αιώνια,
έναν ύπνο βαθύ, απο αυτούς που κάνουν τα πουλιά
πάνω απο τους μαρμαρένιους τάφους,
απο αυτούς που σε στέλνουν στην αιωνιότητα.
Κι όταν ανοίξω τα μάτια μου αητέ μου,
γιατί με αυτό το πουλί μόνο θα μπορούσες να συγκριθείς,
εσύ θα έχεις έρθει,
να με σκεπάσεις βρεγμένη, με τη φτερούγα σου.
Μα εγώ, με τα ανοιχτά μου μάτια,
δεν θα μπορώ να σε δώ,
δεν θα σε βλέπω,
δεν θα σε αισθάνομαι καν.
Τα ανοιχτά μου μάτια θα είναι το εισητήριο,
για αυτόν τον άλλο κόσμο,
που τόσο λαχταρώ, εδώ μακριά σου,
μα κυρίως, χωριστά σου.
Το τέλος.
Θυμάμαι ακόμα πως γελούν τα βλέφαρα σου,
μέσα στο σκοτάδι, και το φώς των κεριών,
πως ακουμπάς με τα ακροδάχτυλα, τυφλά,
σαν να ψάχνεις για φαντάσματα,
σε θυμάμαι να κλαίς χωρίς δάκρυα,
μα δεν θυμάμαι να γελάς.
Τα ξέχασα τα ανοιχτά σου χείλη,
και τα λακάκια στα μάγουλα σου,
που έμοιαζαν με πηγάδια, άπατα, κι εγώ χανόμουν,
αβοήθητη στα νερά τους.
Και τα θυμάμαι όλα αυτά, είναι αστείο, τώρα,
που βαδίζω κορδωμένη στην αιωνιότητα.
Με ενα σπαθί στο χέρι για τους δράκους,
κι ένα φως στο άλλο, για το δρόμο τον σκοτεινό.
Έλα να με πάρεις,
δεν είναι ό,τι φοβάμαι,
αλλά να καλέ μου, τα χέρια μου είναι γεμάτα,
μα η καρδιά κενή.
Πιάσε την καρδιά μου και προχώρα,
ακούμπησε την, κι εκείνη θα σου πει,
το παρελθόν, το τώρα,
και το δρόμο μας.
Ακόμα βρέχει;
Μάταιη η ικεσία μου.

2 σχόλια:

  1. ωραιο αυτο που γραφεις για τη ζωη σαν πυροτεχνημα...
    κι αυτο το πανω κειμενο ειναι ωραιο ελπιζω ομως να μην βρεχει πια στην ψυχη σου...
    ή...μεταμορφουμενη η βροχη να σ αυτες τις γραμμες να επαψε πια...
    να σαι καλα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σ'ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια...
    Δυστυχώς η βροχή δεν σταματάει τόσο εύκολα, αλλά μαθαίνεις κάποτε να κρατάς ομπρέλα!
    Θα τα λέμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή