Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009
Που πήγανε τα χρόνια μου;
Σε ποιό στενό έχει ξεχαστεί
η ευτυχία μου, σαν τον σκυφτό
ζητιάνο, και επαιτεί, για λίγο ήλιο;
Και λαχταράει το ανείπωτο,
αυτό το λίγο παρελθόν που
έφυγε σαν το πουλί το βιαστικό
που κάθεται λίγο στη στέγη
ίσα να ξεκουραστεί,
κι ανοίγει για αλλού φτερά.
Έτσι γλιστράς κι εσυ
στο μαύρο αιθέρα.
Που και που μου χτυπάς το τζαμάκι.
Πίσω απο τις γρίλιες φέρνω τις κόγχες
μου για να σε δώ, να δω ποιός τόλμησε
να αναδεύσει την στάσιμη ηρεμία μου.
Με δυό χτυπήματα απαλά
λες το σύνθημα.
Και γίνονται όλα άνοιξη,
κι οι χτυποι σου τραγούδια.
Ποτέ δεν προφταίνω όμως
να ανοίξω τις γρίλιες.
Μέχρι να το επιχειρήσω σε βλέπω
να πετάς απέναντι με μια ανάταση
σαν περιφρόνηση.
Δεν ξέρω αν είναι για εμένα,
δεν ξέρω αν είναι μόνο για σένα,
ή για τον ελεύθερο ουρανό,
που αγαπάς πιο πολύ απο όλους,
πιο πολύ και απο μένα, μου λές.
Σε θυμάμαι να φεύγεις πάντα 12 παρά,
ποτέ δε ζήσαμε μαζί μεσάνυχτα.
Και είναι αυτή η μαγική ώρα,
που οι δείκτες ευθυγραμίζονται,
σαν τη μοναξιά μου που εφάπτεται με τη δική σου.
Και πάντα λέω πως θα αφήσω ανοιχτές
τις γρίλιες, γιατί πρέπει να σε προλάβω.
Και πάντα φοβάμαι.
Πάντα φοβάμαι τις νύχτες τα σκοτάδια,
και τις μέρες,
το ατέλειωτο φως.
Αυτό,
που δεν αφήνει τίποτα κρυφό.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου