Που να ξέρει ο άνθρωπος...
Και ευτυχώς που δεν ξέρει.
Ούτε κι εγώ ξέρω.
Άνθρωπος είμαι με φωνή,
κι απλός κι ανόητος.
Το σκηνικό είναι κάπως έτσι:
Πρωινό μιας βρoχερής μέρας. Φοράς μάυρα μπλουζάκια και παπούτσια, το πένθιμο το χρώμα της σιωπής. Ο ήλιος κρύβεται πίσω απο επίσης μαύρα και σιωπηλά σύννεφα. Τα βλέπεις να ζυγώνουν κοντά. Πάνω απο το εκκλησάκι στην κορφή του λόφου. Δίπλα στο άγαλμα που απεικονίζει έναν άγγελο. Και εσύ περπατάς τραβώντας χειρόφρενο προς το δικό σου άγγελο. Με δύο τριαντάφυλλα λευκά στα χέρια. Τόσα παίρνεις πάντα. Δύο. Ενα για εκείνη, για τιμή, κι ένα για σένα, για παρέα. Και πάντα λευκά. Τι άλλο θα ταίριαζε σε έναν άγγελο;
Η βροχή της προηγούμενης μέρας, η μανιασμένη, που ήρθε με αέρα και βουητό έχει ρίξει κάτω τις γλάστρες. Τις σηκώνεις με το ένα χέρι. Πάντα έτσι τα κατάφερνες. Με το δεξί. Σηκώνεις και τις κούκλες που φιλάνε με το στόμα τους το μάρμαρο πεσμένες. Και κάθεσαι γονατιστή μπροστά στα πόδια της με τα λευκά τα τριαντάφυλλα. Μεγάλη σιωπή εκεί μέσα. Μα και ποιός να μιλήσει. Οι νεκροί σιωπούν, και οι ζωντανοί μοιάζουν με φαντάσματα που τριγυρνούν αθόρυβα. Και ακούγεται μόνο το γυάλινο τζαμάκι που τρίζει με τον αέρα. Και που και που το θρόισμα των φύλλων. Τα πουλιά σιώπησαν κι αυτά στα κυπαρίσσια. Βράχηκαν οι φτερούγες τους.
Αναπτήρα δε βρίσκεις να ανάψεις το καντηλάκι που έχει σβήσει. Και λυπάσαι πολύ που είναι σβηστό, δεν πρέπει και δεν θα έπρεπε. Δανείζεσαι εναν μαύρο αναπτήρα απο τον διπλανό. Δεν θα φέρει αντίρηση, σωστά; Και ανάβεις τα πάντα. Τα κεράκια τα σβηστά, το καντήλι με το περίσσιο λάδι. Ανάβεις και ένα τσιγάρο. Και σκύβεις πάλι το κεφάλι στα γόνατα. Για να θαυμάσεις τη γαλήνη. "Γαλήνη" αυτή είναι η λέξη που γυρνάει στο κεφάλι σου, και σκαρφαλώνει απο τα πόδια στο λαιμό σου. Τόση σιωπή σημαίνει γαλήνη. Και τη νιώθεις στα δικά σου χείλη, που δεν ανοίγουν να πουν κουβέντα. Όλα τακτοποιημένα. Και συνεπή και επιτηδευμένα. Μόνο ο θάνατος έμεινε τριγύρω, να θυμίζει πως κάποτε υπήρχε αταξία και γέλιο στη ζωή σου.
Μα δε φοβάσαι εσύ, έχεις συνηθίσει τα σκοτάδια και τις σιωπές.
Έρχεσαι καιρό τώρα εδώ με την ίδια ρουτίνα, τα ίδια λουλούδια, και το ίδιο σκύψιμο κοντά στα γόνατα, ακόμα και το ίδιο τσιγάρο.
Ο ουρανός είναι πολύ απειλητικός μα δε φοβάσαι και ακολουθείς τα βήματα σου λίγο πιο κάτω, σε αυτούς που άθελα σου ξεχνάς. Που η λύπη σου για κείνους, καλύφθηκε απο μεγαλύτερη. Το καντηλάκι της γιαγιάς ανάβει όμως και κρατάει γερά. Κι εκείνη μες στη γαλήνη, παρα τη βροχή που αρχίζει και πέφτει σιγά και μουσκέυει τα δάχτυλα που ξεσκονίζουν με την αφή το μικρό κουτί.
Βροχή έντονη που κάνει τους υαλοκαθαριστήρες να τρέχουν σαν τρελοί.
Σιγανή μουσική στο ραδιόφωνο, με φωνή μοναδική.
Και ακόμα γαλήνη μέσα σε αυτή τη βόλτα με τα χέρια στις τσέπες,
και το άσπρο να γεμίζει το μάτι και το νου.
Έτσι είναι.
Αλλοι κάνουν βόλτες μέσα σε θάνατο,
κι άλλοι μέσα σε ζωές καινούργιες.
Και η καρδιά χτυπάει γλυκά, νωχελικά.
Χτυπάει χαμογελαστή.
Συνήθως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου