Κυριακή 12 Ιουλίου 2009
Όταν ερωτεύθηκα...
Χαμογέλασε ξανά στον εαυτό της, και βγήκε με το φορητό της υπολογιστή στην βεράντα του σπιτιού της. Κοίταξε την φωτισμένη Ακρόπολη. Της άρεσε η μοναξιά στο μπαλκόνι της. Η ακρόπολη είχε θαυμάσει όλα αυτά τα χρόνια, τα γέλια της, τα δάκρυα της, τις τύψεις, τις ενοχές και τα όνειρα της. Τα ήξερε όλα. Και ήταν η μόνη φίλη που δεν θα τα μαρτυρούσε πουθενά. Θα στεκόταν εκεί ακόμα και μετά από εκείνη και θα φυλούσε τα μυστικά της. Για αιώνες, για πάντα.
Αυτό το για πάντα την εξίταρε. Το ότι ήταν τρωτή και ευάλωτη στο χρόνο η ίδια την εξίταρε πάντα. Ήταν η Ελένη, ζούσε τον 21ο αιώνα σε ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, με θέα την Ακρόπολη και τον 22ο αιώνα δεν θα ήταν τίποτα. Την τρέλαινε που θα πέρναγε στην αιωνιότητα χωρίς να την θυμάται κανείς. Και όμως υπήρχαν πρόσωπα που έζησαν και έφυγαν και κανείς δεν τα ξέχασε. Μέσα από τα έργα τους. Θα ξέχναγε κανείς ποτέ τον Αινσταίν; Τον Ντοστογιέφσκι; Τον Αρμστρονγκ; Όχι. Ποτέ. Αλλά και πάλι, για κάποιους η θύμηση, δεν έφευγε ποτέ, ακόμα κι αν δεν είχαν κάνει κάτι τόσο σημαντικό. Θυμήθηκε τη γιαγιά της. Πάντοτε τη θαύμαζε. Και την θυμόταν. Πάντα. Σε ότι κι αν έκανε. Γιατί ήταν αγνή ψυχή. Η πιο αγνή και όμορφη ψυχή. Και ακόμα κι αν δεν ανακάλυψε την θεωρία της σχετικότητας, ή έγραψε τον «Ηλίθιο» δημιούργησε κάτι εξίσου σημαντικό. Ζωή. Τα παιδιά της.
Δεν της είχε περάσει ποτέ από το νού της να κάνει δικά της παιδιά. Ήταν άλλωστε μόλις 23 χρονών. Βέβαια αυτό ήταν σχετικό. Η γιαγιά της στην ηλικία της είχε ήδη την πρώτη της κόρη. Αλλά το όνειρο της ήταν άλλο. Και ήταν πολύ μακριά από μωρά που ουρλιάζουν και κλαίνε. Πήρε τελικά το βλέμμα της από τον φωτισμένο ιερό βράχο και κάθισε στον αναπαυτικό της καναπέ αγκαλιά με τον υπολογιστή της. Και έγραψε την πρώτη λέξη.
Έρωτας. Τελεία. Το μυαλό της δεν πήγαινε πουθενά συγκεκριμένα όταν άκουγε αυτή τη λέξη. Και αυτό την στεναχωρούσε πολύ.
Αγαπούσε ναι τους γονείς της. Τις φίλες της. Κάποιους συγγενείς της. Αλλά έρωτας; Τι έρωτας; Τι σημαίνει για πάντα;
Σταύρωσε τα γυμνά της πόδια και αγκάλιασε τον υπολογιστή της σκεφτόμενη όλους τους μικρούς της έρωτες, τα βέλη που δεν κατάφεραν τελικά να την τρυπήσουν, μόνο να την ακουμπήσουν. Και μετά ήταν λες και κάποιος της έδωσε μια ασπίδα για να τα αποκρούει πάντοτε στο μέλλον. Και εκείνη την κρατούσε τόσο επίμονα, με τόση αφοσίωση, αποκρούοντας το κάθε βέλος που την πλησίαζε για να προστατεύεται, να μην καταφέρει ποτέ να πληγωθεί. Ο έρωτας είναι παραίτηση. Η φράση αυτή στριφογυρνούσε συνέχεια στο μυαλό της. Δεν έπρεπε να την πιστεύει αν ήθελε να γράψει κάτι καλό και το ήξερε. Αλλά πώς να μην την πιστεύει όταν όλα γύρω της ήταν τόσο κυνικά, τόσο δήθεν και ψεύτικα; Εκείνη η πεισματάρα και περήφανη, είχε ανάγκη τώρα από αρκετή παρακίνηση και καθοδήγηση. Και το παραδέχτηκε καθώς περίμενε τις φίλες της να την τραβήξουν απ το χέρι, ίσως να της πάρουν την ασπίδα που κρατούσε τόσο δυνατά σχεδόν ματώνοντας τα χέρια της. Έπρεπε κι εκείνη όμως να παραιτηθεί, να την αφήσει, να την δώσει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου