Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

Χαρμολύπη

Και χαρά και λύπη. Μαζί ή παράλληλα.
Ή μάλλον τίποτα, ενα τεράστιο τίποτα. Σα νότες πεταμένες πάνω σε παρτιτούρες χωρίς αρχή μέση και τέλος. Ή μάλλον μόνο τέλος υπάρχει.Τέλος.
Είναι απο αυτές τις μέρες που το κεφάλι σου βουίζει λες και μέσα του στριφογυρνάνε παιδιά που τα παράτησαν στην παιδική χαρά και δεν λένε να φύγουν. Και όσο κι αν απολαμβάνουν το παιχνίδι τους έσυ θές να τα διώξεις. Σε τρομάζουν τα μικρά παιδάκια με την αθώα άγνοια τους.
You feel blue...


Μπλέ. Μπλέ;


Και σηκώνεσαι απο τον βραστερό καναπέ πηγαίνεις προς το ψυγείο, (αρχικά για να δροσιστείς μπαίνεις ολόκληρος μέσα στα ράφια) και ψάχνεις κάτι να φάς όχι αναγκαστικά γιατί πεινάς, έτσι. Πάλι ξέχασες να ψωνίσεις, το μόνο που υπάρχει είναι γιαούρτια απο την εποχή που έκανες δίαιτα, με ημερομηνία λήξεως 2 μήνες πρίν (αλήθεια πότε έκανες εσύ δίαιτα;). Τα βγάζεις να τα πετάξεις, η περιέργεια όμως και η βλακεία σου σε βάζουν να τα ανοίξεις. Σαπίλα. Γουστάρεις όμως. Παρατηρείς τη μούχλα που έχει εξαπλωθεί σε όλο τον αφρό. Δεν έχεις πλεόν καμία όρεξη. (Αυτό ήταν πάει η όρεξη) Και πάς πάλι προς τον καναπέ. Μέχρι που ακους κάτι άτακτες μελωδίες. Τι ανώμαλα κέφια έχει πάλι ο γείτονας; Εντάξει δεν είναι και τόσο χάλια, ντύνονται σε λίγο απο μια βελούδινη φωνή.


Καλά το κουτάλι τι το κρατάς στο χέρι; Αφού γιαούρτι δεν θα φάς! Πάρτο απόφαση (όχι ότι θα το τελείωνες αν τρωγόταν εξάλλου, μια στάλα στη μύτη του κουταλιού ίσα να απασχοληθεί η γλώσσα σου και θα έμενε να κάνει μούχλα στο κομοδίνο σου). Ποιόν κοροιδεύεις;

Η μουσική δυναμώνει. Δεν είσαι απο αυτούς που κάνουν παρατήρηση. Ίσως σου αλλάξει λίγο τη διάθεση αν την ακούσεις λίγο πιο δυνατά. Είναι πιάνο τελικά, και καθόλου άτακτο. Στήνεις το αυτί σου να ακούσεις. Και ανοίγεις όλα τα παράθυρα. Καυτός αέρας μπαίνει μέσα, εσύ κρατάς ακόμα το κουτάλι στο χέρι (αφου δεν θα φάς είπαμε!) και χορεύεις απαλά στην αρχή, στη συνέχεια πιο αρμονικά,στο τέλος σχεδόν έξαλλα. Αλλά είπαμε δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε μέση, μόνο τέλος. Έξαλλα.

Θέλεις να σηκώσεις τα χέρια σου ψηλά, αλλά κρατάς ακόμα το κουτάλι. Το φέρνεις στο στόμα. Καμία γεύση, καμία αίσθηση, και τα χέρια κοντεύουν να αγγίξουν το ταβάνι, το πολύφωτο και τον ουρανό. Συνεχίζεις μέχρι να κουραστείς(ή μέχρι να το κλείσει ο γείτονας). Ωραία είναι να εκμεταλεύεσαι τα γούστα του άλλου, σκέφτεσαι. Αλλά πάντα αυτό δεν κάνεις; Κλέβεις και σε κλέβουν. Αντιγράφεις και σε αντιγράφουν. Τι λές μωρέ, πάλι παρανόησες και είναι ακόμα μεσημέρι...Φοβάμαι το βράδυ τι θα σκέφτεσαι και πως θα είσαι που το φεγγάρι σε σεληνιάζει. Φοβάμαι τότε πως όχι μόνο θα κοιτάς τη μούχλα, θα σου ρθεί και να τη δοκιμάζεις. Ότιδήποτε. Ότιδήποτε θα έκανες για να βγείς απο τη μιζέρια σου, να ξεπεράσεις τα όρια σου, να κατεβάσεις το φεγγάρι. Μας δουλεύεις ε; Σε όλους αυτό κάνεις. Και δεν σε παίρνουν χαμπάρι. Εδώ δεν σε παίρνει χαμπάρι ούτε η φάτσα που βλέπεις στον καθρέφτη. Ψέμμα. Ψέμμα είσαι στο τέλος. Άρα μόνο ψέμμα.

Την έκλεισε τη μουσική. Έκλεισε και τα παράθυρα του. Μάλλον κατάλαβε ότι κάποιος έκλεβε λίγη απο τη δική του απόλαυση, ή απλά άνοιξε το κλιματιστικό, ο καυτός αέρας δεν είναι βάλσαμο για τους μοναχικούς και στεναχωρημένους. Αλλά αλήθεια εσύ είσαι στεναχωρημένη, εσύ που κρατάς το κουτάλι και χορεύεις πάνω στον καναπέ σου; Το πετάς κάτω το στο πάτωμα (δεν σε νοιάζει εκεί θα μείνει μέχρι να θές να ξαναφάς γιαούρτι-δηλαδή ποτέ-) και ξαναβουλιάζεις στον καναπέ σου. Ε εντάξει καλό είναι ενα διάλλειμα χαράς μέσα στη λύπη, αλλά είπαμε εσύ τα έχεις και τα δύο μαζί. Θέλεις γρήγορα κρύο αέρα ή ζεστή αγκαλιά. Ή τίποτα. Ή και τα δύο.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου