Στο τέλος του χειμώνα για ενα περίεργο λόγο ξεκίνησε να βρέχει. Έβρεχε πολύ και ασταμάτητα. Για μέρες, για βδομάδες. Γέμισαν οι δρόμοι, γέμισαν τα λούκια, γέμισαν οι πρώτοι όροφοι απο όλα τα κτίρια. Το έδαφος δεν μπορούσε να απορροφήσει όλο αυτό το νερό, τα δέντρα μαράθηκαν σιγά σιγά. Και δε σταματούσε να βρέχει. Έβρεξε όλη την άνοιξη. Όλες τις μέρες, τόσο που οι άνθρωποι ξέχασαν πως ήταν ο ήλιος, τα μαύρα δέρματα ασπρίσανε, και έμαθαν όλοι τους κολύμπι.
Η Αθήνα έμοιαζε με τη Βενετία. Όμορφη πολύ, είχαν καλυφθεί όλα τα σκουπίδια, οι άσχημοι δρόμοι, οι ανούσιοι περαστικοί. Έβλεπες μόνο να επιπλέει που και που κανένα παγκάκι, κι αυτό θύμιζε στο σκηνικό, κάτι απο γόνδολα. Κι όμως οι άνθρωποι συνήθισαν. Έφτιαξαν όμορφες βάρκες και ανέβηκαν στις ταράτσες. Τρομερό θέαμα η πλημμυρισμένη πόλη. Ανέβαινες στην Ακρόπολη και έβλεπες ίσαμε τον Πειραιά ατέλειωτο λευκό, παχύρρευστη βροχή, σα χιόνι και ποτάμι.
Κι όμως οι άνθρωποι έζησαν. Στην αρχή έψαχναν με μανία ομπρέλες. Δεν κυκλοφορούσες ξεσκέπαστος. Μετά όμως συνήθισαν. Πέταξαν τις ομπρέλες μες στο νερό και βγήκαν σαν τα ψάρια με μακροβούτια. Τις ρούφηξε ο βυθός όλες τις ομπρέλες και τις έχασαν. Κανένας δε βρήκε τη δική του ομπρέλα ξανά. Αλλά μάλλον κανένας δεν έψαξε αρκετά. Έμαθαν να κάνουν τα πάντα στο νερό, χωρίς ομπρέλα. Έτρωγαν, συζητούσαν, έκαναν έρωτα. Και ήταν πολύ ευτυχισμένοι που είχαν έρθει όλα έτσι.
Μέχρι που στη μέση του καλοκαιριού, εκεί μες στις μεγάλες ζέστες η βροχή σταμάτησε. Και ντύθηκε κι ο ουρανός με εναν τεράστιο ήλιο. Όσοι ήταν στις ταράτσες τους και λούζονταν απο βροχή πέθαναν ακαριαία απο το ξαφνικό φώς. Αγκαλιασμένοι στις ταράτσες, κάποιοι έφυγαν και με φιλί στο στόμα. Ήταν υπέροχο θέαμα να βλέπεις τα χείλη τους ενωμένα και τα κορμιά άψυχα. Κι όσοι ήταν μέσα στα σπίτια είδαν το φώς και τρόμαξαν. Φοβήθηκαν να βγουν έξω. Τα άσπρα τους δέρματα θα καίγονταν αμέσως, θα πέθαιναν κι εκείνοι απο το κάψιμο. Και έτσι ψάχνουν ακόμα τα βράδια τις ομπρέλες που πήρε το κύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου