Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010
Ονείρωξη
Μια μέρα ξύπνησε μέσα στα μαλλιά της. Είχε κοιμηθεί ελάχιστα, λιγάκι είχε ξεκουράσει το μυαλό του μετά τη μάχη τους και είχε ανοίξει πάλι τα μάτια του. Τα μαλλιά της έπεφταν μέσα στα βλέφαρα του, έτσι πυκνά μπλέκονταν με τα τσίνορα του. Μαύρα και ατίθασα. Μύριζαν κάτι απο θάλασσα, κάτι κι απο λουλούδι. Ίσως γιασεμί. Όχι. Ήταν σίγουρα γαρδένια. Φύλαξε αυτή τη μυρωδιά σαν ανάμνηση. Και πήρε τα βλέφαρα, να τα ρίξει πάνω στο πρόσωπο της. Πάντα όταν συνδυάζουμε μια οσμή πρέπει να περιλαμβάνει και μια εικόνα. Για να θυμόμαστε. Την εικόνα φέρνουμε στο νου με τη μυρωδιά. Με αυτό τον τρόπο αποθήκευε κι εκείνος. Και συνδύασε το γιασεμί με τα δικά της τσίνορα, που ήταν σφαλιστά. Κοιμόταν αθόρυβα. Πάντα έτσι κοιμόταν, στην ίδια θέση, στο ίδιο σημείο, αθόρυβα, ίσως και με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη, μα αυτό το καταλάβαιναν λίγοι. Και η γαρδένια άντεξε στη μνήμη. Δεν πάλιωσε ποτέ, δεν έγινε ποτέ λίπασμα σε άλλες σκέψεις. Έμεινε εκεί ψηλά ολόφρεσκη κι ολάνθιστη.
Σε λίγες ώρες θα ξυπνούσε κι εκείνη. Πεινασμένη ίσως. Όχι για έρωτες, για άλλα πράγματα. Έκανε άλλα πράγματα. Έτσι έλεγε τουλάχιστον σε εκείνον. Και πάντα έφευγε κλεφτά, χωρίς να κάτσει ούτε για ένα φλιτζάνι καφέ, ούτε καν για ένα τσιγάρο. Έτσι έφευγε. Μασούσε μόνο τα λόγια της. Καμιά φορά τα μπέρδευε κιόλας. Δεν έβλεπε την ώρα να σηκωθεί και να ντυθεί. Τώρα όμως ήταν δίπλα του, με τα μάτια κλειστά. Και το πιο ανώδυνο πλέον θα ήταν μόνο να την κοιτάζει. Ο λαιμός της διπλωμένος στο μαξιλάρι, και τα χέρια της σε στάση εμβρυακή. Σχεδόν αδύναμη. Και η γαρδένια άντεχε ακόμα.
Και έτσι συνειρμικά έκανε ένα ταξίδι. Και σκέφτηκε όλα αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν μαζί ξύπνιοι. Να περπατούν παρέα. Να μοιράζονται τα ίδια φαγητά και τσιγάρα. Να κοιτάζονται στα μάτια. Να φιλιούνται στο λαιμό, στα δάχτυλα. Να αρρωσταίνει και να του κρατάει το χέρι σαν παραμιλάει απο τον πυρετό. Να πίνουν τσάι σε ένα μπαλκόνι με μια ξεχασμένη αιώρα. Να διαβάζουν βιβλία ο ένας στον άλλο. Να κρύβονται στα σκοτάδια. Να ταξιδεύουν κάθε μέρα με το νου. Να μένουν στο ίδιο κρεβάτι. Να λείπει ο ένας στον άλλο. Και να μυρίζει πάντα γαρδένια.
Παρακαλούσε να μην ανοίξει τα μάτια της. Και φοβόταν μήπως η μνήμη του κάποτε τον προδώσει. Έκλεισε για άλλη μια φορά την ένταση του μέσα σε μια ανάσα, που βγήκε εξοργισμένα απο το στόμα του. Και έκλεισε κι εκείνος τα μάτια του. Έφυγε και απο τα μαλλιά της. Πήγε αλλού να μείνει. Εκεί που δεν έχει φρούτα, λουλούδια, και συναισθήματα. Κι όμως, αυτή η μυρωδιά κλείστηκε σε ενα κουτάκι του μυαλού του ξεκλείδωτο. Και η επόμενη μέρα θα ξημέρωνε σαν την προηγούμενη. Συνηθισμένη και βραχνή. Κανείς μην πει μια λέξη και προδοθεί. Κανείς δεν είπε. Τα μαλλιά της τον πλησίασαν απο ατύχημα όμως. Και δεν μύριζαν τίποτα. Ίσως μια υποψία τσιγάρου, σίγουρα όμως δε μύριζαν γαρδένια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου