Φώτα σβηστά, μια καφετιέρα,
κι ένα μπαλκόνι αδειανό,
Χέρι κλειστό, μια ταμπακιέρα,
και πνίγω στάχτες με ποτό.
Ίδια εικόνα, μέρα τη μέρα,
και ένας καθρέφτης με κραγιόν,
Από τα χείλη μου σα σφαίρα,
ένα φιλί για μενταγιόν.
Πέρασαν μέρες λυπημένες και βαριές,
Κι εγώ στη θέση, τη δική σου μέχρι χτές.
Με δάκρυα για διακριτική παρέα,
Να λογαριάζω τόσα χρόνια στη σιωπή,
Και μια φωνή να ηχεί σαν τρέλα, δυνατή.
Κυνηγημένη από τον άλλο μου εαυτό,
Φτάνω στη πόρτα και κοιτάζω το κενό,
Στην πλάτη το ντουβάρι απαλά,
Με σταυρωμένα δάχτυλα και αναμνήσεις,
για να πιστεύω πως μια μέρα θα γυρίσεις.
Έκλεισα μάτια, είδα καρδιές,
άφησα μόνο τις ενοχές,
Μαύρη εικόνα, οι άσπρες μέρες,
οι δυο μαζί στις εξοχές.
Λείπει το βλέμμα, λείπεις κι εσύ,
και λείπει η μέρα,
Βέρα στο χέρι μου, εσύ εκεί,
κι η θάλασσα πιο πέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου