Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Το πένθος




Κάπως έτσι πρέπει να γίνεται πάντα στον κόσμο των μεγάλων.
Να μην προλαβαίνεις να συνειδητοποιήσεις το τι σου συμβαίνει,
να μην προλαβαίνεις να θρηνήσεις για αυτό που χάνεις.
Και να χάνεις το επόμενο.
Κομμάτια του πάζλ είναι και διαλύονται, χάνει ο πίνακας που
έφταχνες με τα χέρια σου τη μορφή του.
Μικρά κομμάτια με αναμνήσεις πολλές.

Και σκέφτεσαι και αποδομείς.
Όλα αρχίζουν όμορφα με χάδια και αγκαλιές.
Και τελειώνουν με αναμνήσεις. Ποτέ άσχημες.
Αυτή την εξαιρετική ιδιότητα έχει το πένθος. Να κρύβει όλα
τα άσχημα. Να ντύνει τα πάντα με ένα πέπλο.
Κάπως έτσι μοιάζει και το παρελθόν.
Τυλιγμένο με πέπλο.

Και κατα βάθος μου αρέσει που έχω ακόμα τη
δυνατότητα να κλαίω. Να γεμίζω δάκρυα όλο το
λεκανοπέδιο της Αττικής, και ολόκληρη την επικράτεια
της πρωτέυουσας. Και να λυπάμαι. Πολύ.
Και να πενθώ. Ακόμα πιο πολύ.
Φόβος δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε μια στιγμή.

Αν κάτι υπάρχει αυτό είναι άρνηση.
Αλλά φαίνεται είμαι ακόμα στο πρώτο στάδιο του πένθους.
Δε δέχομαι το ότι κάτι τόσο ζωντανό δεν υπάρχει πιά.
Το σκεπάζει χώμα.
Δέχομαι με ευκολία τις τύψεις που με πλακώνουν
καθημερινά.

Και κάνω τα πάντα για να ξεχαστώ.
Για να ξεχνιέμαι.
Για να ξεχνάω.
Για να ξεχάσω.

Δύσκολος ο κόσμος των μεγάλων.
Δύσκολος πολύς κι ο θάνατος.
Ακόμα πιο δύσκολη όμως. Η ζωή. Χωρίς.

(Ευτυχώς που είμαι ακόμα παιδί)

{Στον κόσμο αυτό γυρίζοντας
την πλάτη. ..}

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Μυωψία


Με τα πραγματικά μου μάτια,
δεν έχω δει ποτέ τον κόσμο.
Ο γιατρός ήδη απο τα 12 μου,
είχε διαγνώσει μυωψία.
Και σε συνδυασμό με την μυωπία,
μπαίνω απευθείας στην κατηγορία των τυφλών.
Ποτέ δεν έχω δει τον ουρανό μπλέ,
ποτέ δεν έχω δει τους τοίχους λευκούς.
Έχω παράσιτα στα μάτια,
που πάντοτε τα μισούσα, στο τέλος όμως τα συνήθισα.
Δεν έκλεισα όμως τα μάτια.
Αυτό θα ήταν παραίτηση.

Το μόνο που έκανα ήταν να αλλάξω μάτια.
Να κοιτάζω με τα μέσα μου.
Ή να βλέπω τα σχέδια που σχηματίζονται στον ουρανό
και να παίζω μαζί τους.

Μοιάζαν συχνά με μικρά σκουλήκια,
τους έδινα και ονόματα.
Ή σκύλοι. Πότε πότε και μαργαρίτες.
Έπλαθα πάντα με τη φαντασία μου το δικό
μου κόσμο, και τον έβλεπα με τα μάτια μου.

Ακόμα και τώρα στα μελαγχολικά σου μάτια,
με τα δικά μου μάτια βλέπω χρυσές πεταλούδες.
Και γαρδένιες. Και γεράνια.
Κάνω πως δε βλέπω τη θλίψη σου,
βάζω πάνω της με τις κουκίδες των ματιών μου,
χρώμα. Μπλε και κόκκινο.

Μακάρι να μπορούσες να με δεις κι εσύ χρωματιστή.
Μπορεί να βλέπεις καθαρά.
Αλλά ξέρεις, είναι καιρός να ανοίξεις τα μάτια σου.

Κι εγώ υπόσχομαι να σου δείξω όλα τα λουλούδια.
Κι όλα τα σχέδια τα παιδικά.
Και να παίξουμε πάλι.
Να ταξιδέψουμε ξανά
με κρεβάτι για καράβι.
Σε ταξίδια γνώριμα.
Το υπόσχομαι.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Νόστος





Δεν ξέρω πως ακριβώς το λένε αυτό το συναίσθημα. Δεν ξέρω καν αν έχει όνομα. Δε θυμάμαι και πολλά για να πώ την αλήθεια. Μάλλον μεθυσμένη ήμουν πάλι. Γιατί η μνήμη μου νηφάλια, βάζει κάτω και ελέφαντα. Αλήθεια, όχι αστεία.

Κάτι σαν γλυκό είναι. Κάπως έτσι το θυμάμαι. Τούρτα σοκολατίνα, ή μπλάκ φόρεστ, κάτι λιπαρό πάντως, και χορταστικό. Που έκανε όλες τις αισθήσεις να πάλλονται. Και το σώμα. Σαφώς το σώμα, όλο το κορμί να ριγεί.

Σε ρυθμό αλλιώτικο. Έμοιαζε με μικρή ανάσταση, απο αυτές που νιώθουν σπάνια οι νεκροί. Και ενα δεύτερο ζευγάρι χέρια για να κρατούν το σώμα καλά, να το προσέχουν στα πιο απόκρυφα. Με μάτια κλειστά, πάντοτε.

Δεν είναι άλλωστε απαραίτητο να βλέπεις. Έχεις όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις να δουλεύουν υπερωρίες. Ένας λαιμός να φτάνει στην απόλυτη έκταση του, κι άλλο ενα ζευγάρι μάτια κλειστά. Πόση ομορφιά Θεέ μου, σε αυτό το σκοτάδι.

Πόση νοσταλγία φώς μου, μην τολμήσεις να ανοίξεις το φώς.
Ούτε όταν ξημερώσει.
Μην ανοίξεις τις κουρτίνες και φοβηθώ.

Μα τώρα που ήρθε ο καιρός να βρεθώ έξω απο το στρώμα,
ξυπνάω απο το όνειρο σε λευκό φόντο,
ξυπνάω,
ωραίο το όνειρο, μα κρατάει μόνο για ένα βράδυ, πάντα τόσο κρατούσε.
Βρήκα και πως λένε το συναίσθημα που έψαχνα στην αρχή: Νοσταλγία.


Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

'Εφυγα




Μικρές στιγμές απο όνειρα μου γεμίζουν ολόκληρη τη ζωή.
Κάτι τέτοιες ώρες, με μοναξιά βαριά και όμορφη,
και σκέψεις στα νυσταγμένα μάτια.

Και ένα μυαλό γεμάτο που δουλεύει στο ρελαντί,
και μια καρδιά σε παύση.
Πότε πάτησα το στοπ δεν το θυμάμαι, θυμάμαι μόνο
το μετά, το πριν διαγράφτηκε, εκείνη τη στιγμή.

Παράξενα πλάσματα που είμαστε.
Μας αρκεί μια κουκίδα για να φέρνουμε την καταστροφή,
και όταν αυτή η κουκίδα κρύβει χαρά, τη θάβουμε
κάτω απο τις άλλες, της μάχης.

Οι βιτρίνες της πόλης ντύνονται σιγά σιγά με λαμπιόνια.
Να δούμε πότε θα ντυθούν και οι καρδιές.
Παρόλο που αγαπώ αυτή τη γιορτή,
σ'αυτά τα χρόνια που έρχονται είμαι σίγουρη,
πως πάντα θα με θλίβει.

Έφυγα τώρα, με τριαντάφυλλο ανθισμένο,
γιατί τα Χριστούγεννα αργούν ακόμα...

(Αν και πάντοτε αγαπούσα περισσότερο την προσμονή για κάτι, παρα το ίδιο το Κάτι.)

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

εν κρυπτω




Για ποιά καρδιά μιλάτε ακριβώς;

Ξέρετε πόσα μονά κρεβάτια είναι εκει έξω;

Και πόσες φωτιές;

Μα ναι ξέχασα. Μυστικές. Μυστικό. Μυστικά.

Έλα όμως που ο καπνός δεν κρύβεται...

Κρύβεται;

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009



Που πήγανε τα χρόνια μου;
Σε ποιό στενό έχει ξεχαστεί
η ευτυχία μου, σαν τον σκυφτό
ζητιάνο, και επαιτεί, για λίγο ήλιο;
Και λαχταράει το ανείπωτο,
αυτό το λίγο παρελθόν που
έφυγε σαν το πουλί το βιαστικό
που κάθεται λίγο στη στέγη
ίσα να ξεκουραστεί,
κι ανοίγει για αλλού φτερά.


Έτσι γλιστράς κι εσυ
στο μαύρο αιθέρα.
Που και που μου χτυπάς το τζαμάκι.
Πίσω απο τις γρίλιες φέρνω τις κόγχες
μου για να σε δώ, να δω ποιός τόλμησε
να αναδεύσει την στάσιμη ηρεμία μου.
Με δυό χτυπήματα απαλά
λες το σύνθημα.
Και γίνονται όλα άνοιξη,
κι οι χτυποι σου τραγούδια.

Ποτέ δεν προφταίνω όμως
να ανοίξω τις γρίλιες.
Μέχρι να το επιχειρήσω σε βλέπω
να πετάς απέναντι με μια ανάταση
σαν περιφρόνηση.
Δεν ξέρω αν είναι για εμένα,
δεν ξέρω αν είναι μόνο για σένα,
ή για τον ελεύθερο ουρανό,
που αγαπάς πιο πολύ απο όλους,
πιο πολύ και απο μένα, μου λές.

Σε θυμάμαι να φεύγεις πάντα 12 παρά,
ποτέ δε ζήσαμε μαζί μεσάνυχτα.
Και είναι αυτή η μαγική ώρα,
που οι δείκτες ευθυγραμίζονται,
σαν τη μοναξιά μου που εφάπτεται με τη δική σου.

Και πάντα λέω πως θα αφήσω ανοιχτές
τις γρίλιες, γιατί πρέπει να σε προλάβω.
Και πάντα φοβάμαι.
Πάντα φοβάμαι τις νύχτες τα σκοτάδια,
και τις μέρες,
το ατέλειωτο φως.
Αυτό,
που δεν αφήνει τίποτα κρυφό.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Η αγάπη θα σε βρει όπου κι αν είσαι



Τέτοιες φωνές στα αυτιά μου, και λίγο στα χείλη μου.
Κανείς δε περιμένω να καταλάβει την ανάταση που νιώθω
κάθε που γεμίζω έτσι.

Ίσως λίγοι άνθρωποι, που κι αυτοί με αγνοούν.
Έτσι πάει, όσα θέλω να χαρίσω τα κρατάω τελικά
απο φόβο μηπως τα δώρα μου γίνουν άδωρα.

Μα εμένα τέτοιες γυναίκες με εμπνέουν.
Με όλα τα γράμματα της λέξης "Γυναίκα" κεφαλαία.
Γιατί δείχνουν πως δεν έχουν ανάγκη.

Και δεν έχουν, αλήθεια έτσι είναι. Ούτε
κι εγώ έχω. Αν είχα θα το έδειχνα, θα ήμουν ευάλωτη.
Έτσι δεν γίνεται πάντα;

Κάθε που κλαίω πρέπει να σκέφτομαι το χαμόγελο.
Κάθε που μελαγχολώ πρέπει να σκέφτομαι εσένα.
Κάθε που μου λείπει κάτι βάζω μπροστά το πάθος.
Όχι αυτό που λαχταρώ, αυτό που πέρασε.
Και φυσικά την αγάπη.
Αυτή που υπάρχει.

Και δεν της κρύβομαι.
Πώς θα μπορούσα άλλωστε;
Η αγάπη έχει ενα μάτι διαπεραστικό.
Σε βρίσκει παντού και σε τραβάει σα μαγνήτης.

Σε βρίσκει στα ήρεμα βλέμματα της συμπόνοιας τα κρύα βράδια.
Στα νυσταγμένα μάτια του σκύλου που χαιδεύεις.
Στο χέρι που σου απλώνεται για στήριξη.
Στην καρδιά λιγάκι.
Εκεί είναι η αγάπη.
Και δεν μας λείπει ποτέ.

Έχει αυτή την εξαιρετική ιδιότητα
να μας κυνηγάει όπως οι πεταλούδες τη φωτιά.
Κι εμείς καίμε σωστά;
Την καίμε, σωστά;

Λάθος μάτια μου γλυκά, λάθος.


Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Τρις εξαμαρτείν

Τρεις σταγόνες πίναμε μαζί, κόκκινο κρασί,
εσυ και ενα φεγγάρι.
Κι ήτανε νύχτα πάντα,
που έβγαινε η αλήθεια απ το συρτάρι.
Κλεμένες ανάσες τα φιλιά,
σε σάκο τα κρυψα βαθιά,
να μη τα βρει άλλη ανάσα,
κι έπαιξα μόνη με φωτιά,
τόλμησα κι άνοιξα παρτίδες με Θεό,
ζήτησα μόνο αλήθεια και νερό.
Να πιώ, να ξεδιψάσω.
Σταγόνες τρείς στα χείλη,
φοβάμαι μόνο να μη κλάψω,
γιατί
κρυφό καημό έχω το δείλι.

Τρέχει η ζωή σε κατοστάρι,
και κλαίω τις νύχτες που είμαι αργή.
Κόβει το νήμα πάντα πρώτη,
και μένω ασήμαντη και τραγική.
Τι θέλει ο άνθρωπος για να πετάξει,
μια σπίθα κι έρχεται φωτιά να ανάψει,
τι θέλει ο άνθρωπος σε αυτό το θλιβερό,
λίγο αλκοόλ, φιλί στα χείλη και νερό.
Να πιεί, να ξεδιψάσει.
Σταγόνες τρεις στα χείλη,
φοβάται μόνο μήπως κλάψει,
γιατι κρυφό καημό έχει το δείλι.


(Σε μισερά κρεβάτια απλώνεται η ζωή.
Με πόδια έξω απο τα σκεπάσματα,
και καρδιές κουκουλωμένες με κουβέρτες.
Έτσι θα ζήσουμε.
Έτσι θα πάμε ως το φεγγάρι και πίσω.
Με νερό και αλκόολ,
χωρίς Θεό, μόνο με ανάσες θνητές.)






Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Αυτή είναι η λέξη





Που να ξέρει ο άνθρωπος...
Και ευτυχώς που δεν ξέρει.
Ούτε κι εγώ ξέρω.
Άνθρωπος είμαι με φωνή,
κι απλός κι ανόητος.

Το σκηνικό είναι κάπως έτσι:
Πρωινό μιας βρoχερής μέρας. Φοράς μάυρα μπλουζάκια και παπούτσια, το πένθιμο το χρώμα της σιωπής. Ο ήλιος κρύβεται πίσω απο επίσης μαύρα και σιωπηλά σύννεφα. Τα βλέπεις να ζυγώνουν κοντά. Πάνω απο το εκκλησάκι στην κορφή του λόφου. Δίπλα στο άγαλμα που απεικονίζει έναν άγγελο. Και εσύ περπατάς τραβώντας χειρόφρενο προς το δικό σου άγγελο. Με δύο τριαντάφυλλα λευκά στα χέρια. Τόσα παίρνεις πάντα. Δύο. Ενα για εκείνη, για τιμή, κι ένα για σένα, για παρέα. Και πάντα λευκά. Τι άλλο θα ταίριαζε σε έναν άγγελο;
Η βροχή της προηγούμενης μέρας, η μανιασμένη, που ήρθε με αέρα και βουητό έχει ρίξει κάτω τις γλάστρες. Τις σηκώνεις με το ένα χέρι. Πάντα έτσι τα κατάφερνες. Με το δεξί. Σηκώνεις και τις κούκλες που φιλάνε με το στόμα τους το μάρμαρο πεσμένες. Και κάθεσαι γονατιστή μπροστά στα πόδια της με τα λευκά τα τριαντάφυλλα. Μεγάλη σιωπή εκεί μέσα. Μα και ποιός να μιλήσει. Οι νεκροί σιωπούν, και οι ζωντανοί μοιάζουν με φαντάσματα που τριγυρνούν αθόρυβα. Και ακούγεται μόνο το γυάλινο τζαμάκι που τρίζει με τον αέρα. Και που και που το θρόισμα των φύλλων. Τα πουλιά σιώπησαν κι αυτά στα κυπαρίσσια. Βράχηκαν οι φτερούγες τους.
Αναπτήρα δε βρίσκεις να ανάψεις το καντηλάκι που έχει σβήσει. Και λυπάσαι πολύ που είναι σβηστό, δεν πρέπει και δεν θα έπρεπε. Δανείζεσαι εναν μαύρο αναπτήρα απο τον διπλανό. Δεν θα φέρει αντίρηση, σωστά; Και ανάβεις τα πάντα. Τα κεράκια τα σβηστά, το καντήλι με το περίσσιο λάδι. Ανάβεις και ένα τσιγάρο. Και σκύβεις πάλι το κεφάλι στα γόνατα. Για να θαυμάσεις τη γαλήνη. "Γαλήνη" αυτή είναι η λέξη που γυρνάει στο κεφάλι σου, και σκαρφαλώνει απο τα πόδια στο λαιμό σου. Τόση σιωπή σημαίνει γαλήνη. Και τη νιώθεις στα δικά σου χείλη, που δεν ανοίγουν να πουν κουβέντα. Όλα τακτοποιημένα. Και συνεπή και επιτηδευμένα. Μόνο ο θάνατος έμεινε τριγύρω, να θυμίζει πως κάποτε υπήρχε αταξία και γέλιο στη ζωή σου.
Μα δε φοβάσαι εσύ, έχεις συνηθίσει τα σκοτάδια και τις σιωπές.
Έρχεσαι καιρό τώρα εδώ με την ίδια ρουτίνα, τα ίδια λουλούδια, και το ίδιο σκύψιμο κοντά στα γόνατα, ακόμα και το ίδιο τσιγάρο.
Ο ουρανός είναι πολύ απειλητικός μα δε φοβάσαι και ακολουθείς τα βήματα σου λίγο πιο κάτω, σε αυτούς που άθελα σου ξεχνάς. Που η λύπη σου για κείνους, καλύφθηκε απο μεγαλύτερη. Το καντηλάκι της γιαγιάς ανάβει όμως και κρατάει γερά. Κι εκείνη μες στη γαλήνη, παρα τη βροχή που αρχίζει και πέφτει σιγά και μουσκέυει τα δάχτυλα που ξεσκονίζουν με την αφή το μικρό κουτί.
Βροχή έντονη που κάνει τους υαλοκαθαριστήρες να τρέχουν σαν τρελοί.
Σιγανή μουσική στο ραδιόφωνο, με φωνή μοναδική.
Και ακόμα γαλήνη μέσα σε αυτή τη βόλτα με τα χέρια στις τσέπες,
και το άσπρο να γεμίζει το μάτι και το νου.

Έτσι είναι.
Αλλοι κάνουν βόλτες μέσα σε θάνατο,
κι άλλοι μέσα σε ζωές καινούργιες.


Και η καρδιά χτυπάει γλυκά, νωχελικά.
Χτυπάει χαμογελαστή.
Συνήθως.