Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Οι αποχωρισμοί


Όταν δεν είμαι χαρούμενη γράφω. Με μανία και διάθεση. Και όχι ακριβώς για εμένα. Αυτό εγώ δεν το ήξερα. Το έμαθα σε αυτή εδώ την πόλη. Τις άλλες στιγμές πάλι, που είμαι σε ευτυχισμένη διέγερση τα ξεχνάω όλα. Μέχρι να έρθουν πάλι αυτές οι στιγμές που θα πρέπει να τα βάλω όλα κάτω για να παλέψω τον εαυτό μου. Τους αποχωρισμούς όμως θέλω να τους κάνω με τελετουργικό. Γραπτό και προφορικό. Γιατί δεν ξέρω τι είναι ακριβώς, αλλά τους καταλαβαίνω πάντοτε όταν έρχονται. Μπορεί να πιστεύεις κάτι, αλλά πάντοτε το έχεις σαν πιθανότητα. Μόνο όταν το βλέπεις με σάρκα και οστά αντιλαμβάνεσαι πως ναι, το ζούσες κι είναι αλήθεια. Μόνο τότε.

Δεν είχα γίνει ακόμα δεκαοχτώ χρονών. Φοβισμένη και δειλή. Φερμένη απο μια πατρίδα όπου τα νερά πηγαίνουν πάνω κάτω, κι είναι παντού. Κλεισμένη μετά σε ένα σπίτι με τοίχους παντού. Μου είχε κακοφανεί. Τις νύχτες κοιμόμουν με δυσκολία, και τις μέρες δεν εγκατέλειπα ποτέ τους τοίχους. Ίσως μια βόλτα στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Την έχω συνδέσει με πολύ μοναξιά εκείνη την περιοχή. Δεν ξέρω, όπως κάθε τι μεγάλο αργείς μάλλον πάντα να συνειδητοποιήσεις την αξία του. Και έτσι περνούσαν μέρες. Απο εκείνο το χρόνο θυμάμαι τις μοναχικές βόλτες στην πλατεία. Τα πρώτα ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Την ανάγκη. Και τον ουρανό που μου έλειπε πιο συχνά.

Πέρασε καιρός. Τα λεωφορεία και τα αμάξια στις λεωφόρους συνέχιζαν να με φοβίζουν. Κι ύστερα σαν μαγικό τα αγάπησα όλα. Μεγάλωσα. Και ήρθα και σε ντουβάρια που αγάπησα. Γίνεται άραγε να αγαπήσεις ντουβάρια; Εγώ δεν ξέρω τα αγάπησα πάντως. Έτσι απλά και ξαφνικά. Δεν θα πώ πως αγαπώ ακριβώς αυτή την πόλη, όσο τις αναμνήσεις της. Και δεν πρέπει να είναι αγάπη κάτι το τόσο ζωντανό. Αυτό είναι έρωτας. Με κτητικότητα. Με ανάγκη. Με επιθυμία. Δεν ξέρω επίσης αν είναι καλύτερα να μην επιχειρήσεις κάτι, απο το να αποτύχεις κάνοντας το. Και στις δύο περιπτώσεις χαμένος είσαι. Ίσως στην πρώτη με λιγότερες απώλειες, όσο και εμπειρίες.

Μεσημέρια. Απογεύματα. Πλατεία Ομονοίας, Συντάγματος, πλατεία Καρύτση, Μαβίλη και Κολοκοτρώνη. Βόλτες. Κουβέντες. Κι ύστερα τα βράδια τα υπέροχα. Με τη χρυσόσκονη. Θα μου λείψει πρώτα αυτή η υπέροχη αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας. Ταυτίστηκε και με την ευτυχία. Θα μου λείψει. Και όλοι όσοι μοιράστηκα μαζί τους αυτή την ελευθερία. Αυτοί κι αν θα μου λείψουν. Είναι μεγάλη πατρίδα αυτή η πόλη. Και ύστερα θυμάμαι κι άλλα μικρά και αυτονόητα. Τους μεγάλους περιπάτους στον Εθνικό κήπο με τους άγνωστους περαστικούς. Τα παγκάκια. Κι αυτά θα τα αλλάξουν έμαθα. Δε βαριέσαι, εγώ πάντα θα θυμάμαι την παλιά τους θέση. Την πρώτη φορά που ανακάλυψα την υπέροχη θέα της Ακρόπολης απο το στενό μου. Η διαδρομή στο τρόλει, γύρω απο τις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Το μαρμάρινο στάδιο. Οι επιγραφές. Οι ζητιάνοι με τα χαρτομάντηλα.

Εκείνη η καφετέρια στην Κολοκοτρώνη. Και η άλλη. Δεν ξέρω αν με πονάει περισσότερο που δεν θα ξαναπάω, όσο αν θα θυμάμαι επιστρέφοντας που ήταν ακριβώς. Άραγε θα καταφέρει να διατηρηθεί; Να μείνει στη θέση της για να την ξαναβρώ; Ή θα κάνει κύκλους; Κι εγώ θα κάνω κύκλους στίβοντας το μυαλό μου να θυμηθώ που ήταν ακριβώς. Μα όταν την βρώ σίγουρα θα θυμηθώ. Αν βέβαια υπάρχει ακόμα και δεν έχει γίνει "υλικά οικοδομών". Και τα βράδια σε μια άλλη πλατεία. Πλατεία μαζεμένη και ονειροπόλα. Την ξέρω σαν την παλάμη μου. Κι ας μην κοιτάω ποτέ νοσταλγικά την παλάμη μου, κι ας μην την κοιτάω καθόλου.

Το σπίτι μου, τα σπίτια σας. Το έδαφος, τα πλακόστρωτα. Το έτοιμο φαγητό. Τα κρεβάτια. Άραγε οι καινούργιοι ιδιοκτήτες θα καταφέρουν να φτιάξουν αναμνήσεις αντίστοιχες μέσα σε αυτά τα ντουβάρια; Ή θα αρκεστούν σε μια ζωή συμβατική με νερό, φαγητό και ύπνο; Θα κατεβάζουν τα στόρια όταν κοιμούνται; Θα ξέρουν ότι το θυροτηλέφωνο δεν λειτουργεί και το παρκέ τρίζει πότε πότε; Οι δικοί μου άνθρωποι τα ξέρουν όλα αυτά. Και λέω δικοί μου γιατί έτσι είναι. Κι ας το αποκαλύπτω σπάνια. Πώς να μην είσαι ευγνώμων σε αυτόν που σε διδάσκει; Ήρθα τουρίστας και φεύγω ερωτευμένη. Δεν ξέρω όμως σε τι κούτα να κλείσω όλες αυτές τις αναμνήσεις. Και αν θα μπορέσω ποτέ να την ανοίξω, κυριευμένη απο τη μανία μου να θυμηθώ, να φυλακίσω τον χρόνο. Τουλάχιστον θα έχω τον αποχωρισμό μου να λατρεύω.

Ξέρω, πως απόψε θέλω να κάνω μνημόνιο. Να φέρω όμορφα και εξηγημένα δάκρυα στα μάτια μου με κόπο. Να βάλω κάτω όλους τους λόγους μου και να τους αναλύσω. Έτσι μόνο θα φύγει απο πάνω μου η νοσταλγία. Με διαδικασίες τυπικές και στοχευμένες. Ξέρω, πως θα κλαίω σε όλη τη διαδρομή και κανένας δεν θα ξέρει το γιατί. Τουλάχιστον όχι, το γιατί ακριβώς. Δεν είναι αποχωρισμός αυτό εδώ. Είναι απλώς ένας αποχαιρετισμός. Μέχρι την επόμενη φορά που θα βρεθώ στα ίδια, μα όχι στα ίδια ακριβώς. Σήμερα το βράδυ θα ανέβω νύχτα στο στενάκι πλάι μου, και θα καπνίσω ένα τσιγάρο αγναντεύοντας τη θέα του φωτισμένου βράχου. Κι όσο για τη χαρά μου, αυτή θα την βρώ στην πορεία, κάπου εκεί στα "τρελά νερά". Δεν μπορεί, κάπου εκεί είναι, δεν είναι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου