Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Έτος 2012, λίγο μετά την καταστροφή

Η Μελίνα άνοιξε τα μάτια της την στιγμή που το ρολόι πήγαινε ακριβώς 9. Χωρίς ξυπνητήρι, έτσι είχε συνηθίσει τον τελευταίο καιρό. Ακουγόταν μόνο αυτός ο ανεπαίσθητος ήχος που έπιανε μόνο ο σκύλος τη στιγμή που οι δείκτες έκαναν ορθή γωνία και πεταγόταν πάνω κι εκείνη απότομα. Σαν τις κούκλες που πετάγονται από τα κουτιά δεμένες με το γνωστό ελατήριο.



Γεννημένη στις 6 Μαρτίου του 94, από δύο γονείς μεροκαματιάρηδες και μοσχαναθρεμμένη όπως όλες οι μοναχοκόρες, η Μελίνα πήρε το όνομα της από την Μελίνα Μερκούρη που έφυγε την ίδια μέρα με τη γέννηση της, παρόλες τις αντιρρήσεις της γιαγιάς Αμαλίας για το όνομα του παιδιού. Η μητέρα Καίτη θυμάται όλες τις ώρες που υπομονετικά περίμενε στο μαιευτήριο την τηλεόραση να παίζει αφιερώματα για τη μεγάλη αυτή ελληνίδα και με το όνειρο ακόμα μιας μικρής επαναστάτριας των καιρών, προχώρησε στη βάφτιση. Και κάθε μέρα ευχαριστούσε το Θεό για αυτό το μικρό Μελινάκι, χωρις να ακούει τη γιαγιά που φανερά βασιλική μισούσε οτιδήποτε είχε φέρει στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ, λέγοντας τους κομμουνιστές. «Σου λέω πως αυτοί είναι του διαβόλου. Θα μας κάνουν σαν τα μούτρα τους μια μέρα και θα χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο».

«Μαμά κάνεις λάθος, θα πάμε μπροστά. Θα γίνουμε σαν τους Ευρωπαίους μια μέρα και θα καμαρώνεις με αυτά που θα βλέπεις τριγύρω» της απαντούσε η μητέρα. Η γιαγιά όπως πάντα έγνεφε και την έλεγε «κουτορνίθι» που πίστευε ό,τι της σέρβιραν στην τηλεόραση και έφευγε βωμολοχώντας. Ήταν από τις μεγαλύτερες μορφές της γειτονιάς η γιαγιά Αμαλία. Έφυγε λίγο μετά το 2000, ουτε το ευρώ δεν πρόλαβε, άλλωστε ήταν πολύ μεγάλη, είχε ζήσει πόλεμο και κατοχή είχε σκληρύνει με τα χρόνια, και πάντα ήξερε να πετάει βρισιές στα γερμανικά, όταν έκανε πλάκα με τα εγγόνια. Η Μελίνα από την άλλη δε γνώρισε ποτέ τη δραχμή. Οι μόνες της αναμνήσεις από το βαρύ αυτό νόμισμα που γέμιζε το παιδικό της χεράκι ήταν από το δημοτικό, που η μάνα της της έβαζε στη χούφτα ένα κατοστάρικο. Αγόραζες ολόκληρο σάντουιτς τότε με ένα κατοστάρικο. Και είχες και ρέστα κάτι δεκαράκια. Από τότε που άρχισε να έχει δικό της πορτοφόλι όμως το ευρώ ήταν το μόνο νόμισμα που χρησιμοποιούσε. Με το πορτοφόλι σχεδόν άδειο όπως πάντα.



Σηκώθηκε, έκλεισε την πόρτα του σπιτιού που πια δε τη χωρούσε και ξεχύθηκε στην αφιλόξενη πόλη. Η κολλητή της την περίμενε ακριβώς από κάτω. Και ξεκίνησαν μια καθημερινή μέρα ως φοιτήτριες την περίοδο του καλοκαιριού. Πρώτα μια στάση από το σούπερ μάρκετ για τον καφέ του κουτιού και μετά λίγη βόλτα στον πεζόδρομο. Το περπάτημα σταματούσε στην πλατεία όπου έβρισκαν και τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας και όλοι μαζί τσουγκρίζοντας τα τενεκεδένια καφεδάκια τους περνούσαν τις ώρες τους συζητώντας για λογοτεχνία, πότε για σχέσεις, σπάνια για επικαιρότητα. Και κανένας δεν τους αναζητούσε από τότε που είχαν σταματήσει να χρησιμοποιούν τα κινητά τους. Συνεννοούνταν μεταξύ τους μέσω ιντερνέτ, κανόνιζαν τα ραντεβού τους και έτσι νωχελικά περνούσαν την ώρα τους. Άλλωστε δεν είχαν ανάγκη τίποτα παραπάνω. Καμία φορά, όταν περνούσε ο πλανόδιος με τους ξηρούς καρπούς έπαιρναν και ένα σακουλάκι όλοι μαζί και πάλευαν με τις ώρες τα τσόφλια στα στόματα τους. Ο Χάρης, ο μανιώδης καπνιστής μάζευε συχνά ρεφενέ με το καπέλακι που είχε ξεθάψει από την ντουλάπα του μπαμπά του και ψώνιζε ένα πακέτο τσιγάρα, από το οποίο έπαιρναν όλοι φουμάρωντας αργά τον καπνό. Αυτή τη συνήθεια με τα ρούχα την είχαν ξεκινήσει πρώτα τα κορίτσια που μη μπορώντας να αγοράσουν πλέον όλα αυτά που ήθελαν έκαναν επιδρομή στις ντουλάπες της γιαγιάς και της μαμάς βρίσκοντας σπάνια όμορφα κομμάτια. Και έτσι κυκλοφορούσαν με την αυτοπεποίθηση πως φορούσαν κάτι καινούργιο, έξω από τα συνηθισμένα.



Όταν έπεφτε το βραδάκι, κατηφόριζαν συχνά προς την παραλία. Χρησιμοποιούσαν πολύ πλέον τα πόδια τους κάνοντας μεγάλες βόλτες, ξεκινώντας από την Ακρόπολη και καταλήγοντας στο Φλοίσβο. Είχε γίνει κάτι σα κουραστική απόλαυση. Και τότε εκεί στην αμμουδιά μεθούσαν με κρασί δίπλα σε μια φωτιά που έκαιγε. Ο Μάνος έφερνε και την κιθάρα του και έπαιζε ξεχασμένες μελωδίες του Χατζιδάκι. Και κανένας δεν τάραζε την ησυχία τους. Τα πολύβουα κλάμπ είχαν κλείσει εδώ και ένα χρόνο, κάνοντας τον τόπο να μοιάζει σχεδόν ερημικός. Και πολλοί από τους επιφανείς είχαν απομακρυνθεί σε ξένες χώρες. Στην Ελλάδα είχαν απομείνει μόνο εκείνοι που μπορούσαν να ζουν με τα λίγα. Μα αν τους ρωτούσες αν ήταν δυστυχισμένοι, δύσκολα θα απαντούσαν ναι. Άλλωστε αυτά τα λίγα ίσως να είναι αρκετά τελικά. Και η Μελίνα ήταν πολύ ερωτευμένη για να σκέφτεται το πορτοφόλι της. Ακουμπούσε στο πλευρό του Στέφανου και δε σκεφτόταν το αβέβαιο μέλλον. Ένιωθε τόση βεβαιότητα εδώ, γύρω στη φωτιά με την κιθάρα και καμία φορά μόνη μαζί του πίσω από τα βραχάκια, που δεν ήθελε τίποτα άλλο. Και όχι επειδή είχε συμβιβαστεί. Όχι, το κάθε άλλο. Γιατί η Μελίνα είχε ζήσει σε εποχές όπου η μητέρα είχε πάντα στο σπίτι φρέσκο γλυκό. Σε καλοκαίρια που δε νοούνταν να περάσουν χωρίς διακοπές σε νησί. Και χωρίς να στερείται ποτέ τα απαραίτητα. Ακόμα και όταν η κοιλιά της έπαιζε ταμπούρλο από την πείνα, δεν έφερνε στο νου τις καρυδόπιτες και τις πάστες. Έτρωγε με την ίδια ευχαρίστηση τα μακαρόνια της μητέρας, χωρίς τυρί καμία φορά. Και όταν στη γιορτή της έπαιρνε καμία φορά κανένα πολύχρωμο φουστάνι, χαιρόταν σαν το μικρό παιδί στο λούνα πάρκ. Και το φορούσε τα βράδια στον κήπο, στην πλατεία και στο σπίτι του Στέφανου, προσέχοντας πάρα πολύ μην το λερώσει, σαν κάτι το μονάκριβο. Γιατί έτσι είχε μάθει πλέον. Και έτσι θα μάθαινε και στα παιδιά της έπειτα. Που δεν είχε σκοπό να τα φέρει βέβαια πριν ανεξαρτητοποιηθεί. Θα γινόταν κι αυτό άλλωστε κάποια στιγμή. Σε λίγο καιρό θα ξεκίναγε τα ιδιαίτερα σε σπίτια. Και μετά είχε ο Θεός. Τις σκέψεις της διέκοψε ο Στέφανος. Είχε έρθει και κρατούσε καραμέλες βουτύρου στο χέρι του κι ένα λουλούδι. Δύο κεράσματα για τη μικρή Μελίνα. «Τελικά όπως δείχνουν όλα δε θα καταστραφεί ο κόσμος φέτος» της είπε γελώντας.

«Μάλλον αυτός ο κόσμος δε θα καταστραφεί ποτέ!» απάντησε η Μελίνα, αρπάζοντας το λουλούδι. 19 χρονών παρά κάτι.



(Το παραπάνω αποτελεί φυσικά προϊόν της διεστραμμένα φανερής ελπίδας μου πως γίνεται να επιβιώσεις και χωρίς. Αρκεί να κλείσεις λίγο την τηλεόραση και να στραφείς προς τους ανθρώπους σου. Συλλογικότητα είναι η λέξη που ψάχνεις.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου