Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Αυλαία




Οι άνθρωποι με κοιτάνε πια στα μάτια. Ρωτάνε να τους πω που έχω ζήσει. Σε μέρη που υπάρχει πιο πολύ πόλη απο ότι φύση, απαντώ. Σε εποχές που οι φιγούρες είναι πιο πολλές απο τα δέντρα, τα σπίτια στριμωγμένα, οι σχέσεις των ανθρώπων ανύπαρκτες, και ο έρωτας υπάρχει μόνο σε κάτι αρχαία βιβλία. Ρωτάνε να τους πω και για σένα. Και εκεί ήταν που έψαχνα να βρω τις λέξεις, για να γεμίσουν λίγο το στόμα μου. Και τότε κατάλαβα. Δε χωρούσες ποτέ σε ουσιαστικά και επίθετα. Ήταν πολύ έξω απο εσένα. Ή μάλλον εσυ πιο έξω απο τον κόσμο. Δεν ήσουν ποτέ μέρος αυτού του κόσμου, για να πω την αλήθεια.


Κάποτε κοίταξα κι εγώ τα δικά σου μάτια. Όπως με κοιτάνε οι άνθρωποι σήμερα. Περίεργα. Σαν να έβλεπα όραμα ή εφιάλτη. Μου φαινόταν αδιανόητο να σε λογίσω για άνθρωπο. Ήταν παράξενη η αύρα, πρωτότυπη για να μαι πιο σαφής. Αλλιώτικος θησαυρός χρυσός μέσα στην ασπρόμαυρη πόλη. Θυμάμαι που ξυπνούσα, έδενα τα κορδόνια μου γρήγορα και σε παρακολουθούσα πίσω απο τη βιτρίνα μου. Περνούσες απο το γνωστό σημείο με ακρίβεια βόμβας. Ούτε λεπτό παραπάνω. Κι αν ποτέ κοιτούσα τους δείκτες και τρόμαζα, έβγαινα στη βιτρίνα χωρις παπούτσια. Με ξυπόλητα πόδια για να προλάβω να αγναντέψω λίγη απο αυτή την αύρα σου. Και να ανοίξω την πόρτα μου.


Κι ύστερα ακολουθούσα το βάδισμα σου. Ήταν αναποφάσιστο, μα και σταθερό. Δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω πως έσερνες τόσο βελούδινα τα βήματα σου απο τη βιτρίνα ως στην πλατεία. Εκεί σου άρεσε να ξαποσταίνεις λιγάκι, να μυρίζεις τα κυκλάμινα και να αγναντεύεις τους περαστικούς. Εγώ, δε φανερώθηκα ποτέ. Ήμουν πάντοτε πίσω σου, άλλοτε ξυπόλητη, άλλοτε παπουτσωμένη, πάντα αθόρυβη. Εσύ μύριζες τα κυκλάμινα και εγω προσπαθούσα να μυρίσω λίγο απο το άρωμα του κορμιού σου. Σε έπαιρνε το λεωφορείο και δεν τα κατάφερνα ποτέ.

Πάει λίγος καιρός που έπαψες να περνάς απο τη βιτρίνα. Συνεχίζω να ντύνομαι και να περιμένω κάθε πρωί στις 12 ακριβώς το βάδισμα σου. Μα δεν έρχεσαι πιά. Και τώρα πια φοράω πάντοτε τα παπούτσια μου. Και κάθομαι στην ξύλινη σκάλα ως τις 3 μόνο με την ελπίδα. Μα εσύ δεν έρχεσαι πια. Φαίνεται άλλαξες διαδρομές. Και τώρα μετανιώνω. Καπνίζω ένα πακέτο για να σε περιμένω και μετανιώνω.

Που δεν πρόλαβα να σου πω πόσο λάτρευα τα άγρια χαρακτηριστικά σου. Πόσο παράξενο που φαινόταν που χωρίς να σε ξέρω θα μπορούσα να σε ερωτευτώ. Πόσο υπέροχα φαίνονταν τα κυκλάκια κάτω απο τα μάτια σου το πρωί. Πόσο πολύ μου άρεσε που χαμογελούσες μόνος σου στον κάθε περαστικό. Κι ας μη κοίταξες ποτέ μέσα απ τη βιτρίνα. Στην αρχή νόμισα πως έφταιγαν τα τζάμια. Τα έτριβα μετά τις 3, τα γυάλιζα για να είμαι σίγουρη. Και περίμενα. Άλλαξες δρόμους φαίνεται, βρήκες πιο σύντομους. Ίσως να ανακάλυψες πως στο παραπάνω στενάκι έχει ανθίσει μια τριανταφυλλιά και θέλησες να κλέψεις και το δικό της άρωμα. Ίσως να κοίταξες μέσα απο κάποια άλλη βιτρίνα.

Έφυγες όμως πρώτος. Και ήλπιζα πως θα σε προσπερνούσα μια μέρα στο δρόμο για την πλατεία.
Νικητής; Δεν ξέρω. Αν το υπολογίσουμε αυτό εδω για μάχη, το σίγουρο είναι πως κερδισμένος είναι αυτός που θα προλάβει να αποχωρήσει πρώτος. Και ο χαμένος αυτός που θα μείνει πίσω. Ο τελευταίος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου