Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Στοιχεία


Γή: Μου στοίχισε. Σου στοίχισε. Μας στοίχισε. Έγειρα λίγο στον καναπέ σου και αποκοιμήθηκα. Μετά, έπρεπε να φύγω. Πάντα έτσι γίνεται. Πάντα πρέπει να φύγω. Και να πατάω σταθερά στο έδαφος για να μην αιωρούμαι. Η γή, λές πρέπει να είναι ο οδηγός μου. Να μασάω την τροφή του σπόρου καλά, και να κρατιέμαι απ τις χειρολαβές στα λεωφορεία. Ήμουνα πάντα σταθερή πριν σε αντικρίσω. Ποτέ δε διέγραφα ελλειπτικές πορείες. Είχα καταφέρει να αρνηθώ μέχρι και τη φυγόκεντρο. Έκανα κύκλους και δεν έπεφτα. Σκόνταψα σε μια ευθεία και κατηφόρα. Πήρα φόρα.

Αέρας: Αερόστατα. Αεροπλάνα. Το πιο ψηλό σημείο που έχω βρεθεί είναι μια ρόδα λουνα πάρκ. Σου αρέσει να πετάς. Πάντα σου άρεσε. Είναι σαν να γίνεσαι Θεός. Εσύ, που προτρέπεις να περπατάμε στη γή με τα τέσσερα αν γίνεται. Αιωρείσαι τόσο ψηλά. Κι εγώ δεν έχω βρεθεί ποτέ σε αεροπλάνο. Μόνο στη ρόδα του λούνα πάρκα της Βιέννης. Και εκεί φοβόμουν να κοιτάξω έξω. Έμεινα να αγναντεύω τον ξύλινο πάγκο. Τον πάγκο που είχε χαραγμένα πάνω του χιλιάδες ονόματα. Θηλυκά και αρσενικά. Και αγάπες που είχαν το θάρρος να αιωρούνται και να κοιτάζουν απ τα παράθυρα.

Φωτιά: Καμίνι. Έρωτας. Γλώσσες. Γλύφω. Κάποτε είδα έναν άνθρωπο να καίγεται. Έμοιαζε με τις κούκλες μου όταν τις έβαζα να κάνουν έρωτα. Πονούσε κι έλιωνε. Κι ύστερα κάηκα κι εγώ. Ελαφρά μόνο και γλίτωσα. Αν και είχα μια πρωτόγνωρη επιθυμία να αφήσω τις πορτοκαλί φλόγες να μου ξεσκίσουν τη σάρκα. Να λιώσω κι εγώ μέσα σε καμμένες ψευδαισθήσεις και να γίνω ξανά αέρας και γή. Να επιστρέψω αλλόκοτα σε σένα που πετάς, κι σε εμένα που μένω σταθερή και να μπορέσω έτσι να μας ενώσω.

Νερό: Μάταια. Ήρθε το νερό και έσβησε όλα τα επίπονα όνειρα. Ευλογημένο να ναι. Το λατρεύω όπως ο κρατούμενος τη φυλακή του. Όπου κι αν πάω δεν μπορώ να του ξεφύγω. Πιάνω το ποτήρι μου το δαγκώνω, στάζουν οι σταγόνες στο πάτωμα. Νερό και αίμα, αρχέγονα υλικά. Ποιό κακό να πάθω ακόμα; Πώς να επιστρέψω στα αρχέγονα τώρα που κινδυνεύω να γίνω αθάνατη; Και εκεί, πάνω στην εκκεντρική μανία μου, πάνω στα υδαρά όνειρα και μια σειρά απο καρπούς αραδιασμένους στον πάγκο σαν τιμαλφή πολέμου, πάνω στο πιο τρελό μπαλόνι που ξέφυγε ποτέ και πήγε κι αυτό να συναντήσει το Θεό, εκεί ήρθε η θάλασσα η απλωτή και έσβησε όλους τους καημούς μου.
Έριξε αλάτι, με έκαψε, με έκανε να αιωρούμαι ατέλειωτα υποβρυχίως, κι ύστερα σαν απο θαύμα με έσωσε απο τον καπνό και με σβησε.
Για αυτό την αγαπάω περισότερο απο εσένα.

Θές να κολυμπήσουμε -για λίγο- και μαζί;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου